Γράφει η Μάρω Γκούτσια
Παντρεύεσαι…
Και τι κατάλαβες;
Νομίζεις πως με νοιάζει;
Γελιέσαι…
Και τι πειράζει που αυτή την ημέρα την ονειρευόμασταν μαζί;
Είναι που δεν κατάλαβα ότι μιλούσαμε για άλλες ημερομηνίες, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Τι νομίζεις;
Πως σταμάτησε η καρδιά μου όταν μου έφεραν κοινοί μας φίλοι αυτό τον άσπρο φάκελο;
Πώς το σκέφτεσαι;
Ότι μπορεί να έτρεμαν τα χέρια μου μέχρι να τον ανοίξω; Ή μήπως ότι μου πέρασε και λίγο από το μυαλό το γνωστό άσμα;
Γελιέσαι…
Τι εικόνα κάνεις;
Πως έβγαλα ζαλισμένη τη λευκή σας καρτούλα και έμεινα ακίνητη να την κοιτώ;
Πως έκλαψα βλέποντας τα χρυσά καλλιγραφικά γράμματα του ονόματος σου δίπλα σε κάποια άλλα χρυσά γράμματα, ενός ονόματος που δεν μπόρεσα καν να διαβάσω;
Γελιέσαι…
Τι νομίζεις;
Πως κόπηκε η ανάσα μου μέχρι να συνειδητοποιήσω τι διαβάζω;
Πως με κράτησαν από το μπράτσο για να μην καταρρεύσει το σώμα μου μαζί με την αξιοπρέπειά μου;
Πως στάθηκα ακίνητη, άχρωμη, μουδιασμένη, όπως τα δάκρυά μου που πάλευα να τα κρατήσω μέσα στα μάτια μου, πίσω από την εικόνα μου;
Πως το σκέφτεσαι;
Ότι έβαλα ξανά την πρόσκληση στο φάκελο και την πέταξα στην τσάντα μου; Πως άλλαξα κουβέντα; Πως αρνήθηκα να δείξω το οτιδήποτε στους κοινούς μας φίλους;
Πως γύρισα σπίτι μου κλαίγοντας, πως οι κρυφοί λυγμοί μου ακούστηκαν στα βάθη σου; Πως αρνήθηκα να πιστέψω πως ήρθε αυτή η μέρα;
Πως ένιωσα να γκρεμίζεται όλη μου η ζωή; Πως έχασα κάθε ελπίδα; Πως με έριξες στο πάτωμα να κείτομαι;
Γελιέσαι…
Η εικόνα που σου επιτρέπω να κάνεις για μένα, είναι εικόνα περηφάνειας, ανεξαρτησίας, ελευθερίας, δυναμισμού. Γιατί αυτό θα είμαι για σένα, από δω και πέρα. Ένα όνειρο άπιαστο, μακρινό. Ένας άνθρωπος που δεν μπορείς να φτάσεις, ειδικά τώρα. Ένας άνθρωπος που δε θα σε αφήσει να τον φτάσεις.
Κάνε λοιπόν αυτή την εικόνα, την τελευταία… Δες την πλάτη μου, δες με που φεύγω.
Βίον ανθόσπαρτον σου εύχομαι, από τα βάθη της καρδιάς μου…
Join the discussion