Γράφει η Δήμητρα Γιαννοπούλου
Φεύγω. Ναι, γύρισα για να φύγω ξανά.
Γύρισα γιατί ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν είχα ξεχάσει τίποτα πίσω. Και δεν εννοώ το λαστιχάκι για τα μαλλιά μου. Αυτό σου είπα από την πρώτη στιγμή πως δε το χρειαζόμουν.
Γύρισα, όπως γυρνάμε στο σπίτι μας λίγα λεπτά αφού φύγουμε, επειδή έχουμε την υποψία, πως ξεχάσαμε αναμμένο το θερμοσίφωνα.
Που ενώ ξέρουμε ότι είναι παιχνίδι του μυαλού, ένα είδος ψυχαναγκασμού, υποκύπτουμε.
Μπαίνουμε ξανά στο σπίτι, βλέπουμε κατεβασμένη την ασφάλεια στον πίνακα, κι έτσι μπορεί να έχουμε καθυστερήσει, όμως αυτή τη φορά βγαίνουμε από το σπίτι ήρεμοι και ανακουφισμένοι.
Γύρισα, λοιπόν, για να φύγω έχοντας τη σιγουριά πως πίσω μου δεν είχα ξεχάσει κανένα αναμμένο αίσθημα.
Καμιά φλόγα πάθους. Γύρισα, για να μας δώσω κι άλλο χρόνο, ώστε να μην κάνουμε όσα σχεδιάζαμε.
Να μην πάμε βόλτα στον Λυκαβηττό, να μην πάμε διακοπές στη Τζιά,να μη σου μαγειρέψω…
Γύρισα γιατί πίστευα, ή καλύτερα ήθελα να πιστεύω, πως πίσω από το παγωμένο βλέμμα σου, υπήρχε μια φωτιά, που θα έλιωνε τελικά τον πάγο απ’ τα μάτια σου. Τον πάγο ανάμεσά μας.
Γύρισα για εκείνη την ψευδαίσθηση που είχα, πως ίσως και να βιάστηκα να βγάλω συμπεράσματα, πως ίσως σε αδίκησα. Ίσως μας αδίκησα. Γύρισα για να σε διεκδικήσω. Να διεκδικήσω όσα είχα ανάγκη κι όσα άξιζα. Γύρισα για να μου αποδείξεις γι’ ακόμη μία φορά πως εγώ για σένα δεν ήμουν δα και κάτι το σπουδαίο. Και τώρα, μπορεί να καθυστέρησα, όμως φεύγω ήσυχη.
Και φεύγω για τις φορές που οδηγούσες, εγώ καθόμουν δίπλα σου και δεν άπλωσες ποτέ το χέρι σου να με χαϊδέψεις. Φεύγω για κείνο το μεσημέρι που σου πρότεινα να πάμε για ούζα και εσύ μου είπες :”Μεσημεριάτικα; Με τέτοια ζέστη;”. Φεύγω και για κείνο το βράδυ, που όχι μόνο δε με περίμενε καμία έκπληξη – όπως μου είχες τάξει – αλλά κι όταν σε ρώτησα αν ήθελες να πάμε για μπάνιο, μου απάντησες :”Τι; Τώρα; Τώρα δεν έχω όρεξη.”
Φεύγω και για το άλλο βράδυ, τότε που ήμασταν ξαπλωμένοι στον καναπέ για τουλάχιστον μία ώρα, κι εσύ δε γύρισες ούτε να με κοιτάξεις. Τα χείλη σου δεν έψαξαν τα δικά μου ούτε μια στιγμή. Φεύγω, όμως, και για όλα τα βράδια που σου έλεγα :” πάω να ντυθώ, να φεύγω σιγά σιγά…” κι εσύ ποτέ δε μου ζήτησες να μείνω λίγο ακόμα. Ποτέ!
Φεύγω και για τις γαμημένες εκείνες φορές, που ήθελα να σε δω κι εσύ… “έχω κανονίσει μωρέ”, “κι εγώ θέλω, αλλά δε γίνεται απόψε”, “αχ, μόλις μπήκα σπίτι κι είμαι κομμάτια “κτλ κτλ. Φεύγω και για κείνο το κοχύλι που σου είχα ζητήσει να μου φέρεις από κάποια παραλία του νησιού σου κι εσύ δεν μου το έφερες ποτέ. Φεύγω και για τις φορές που αναγκαζόμουν να απαντάω στις ίδιες ερωτήσεις, γιατί εσύ δε με πρόσεχες όταν σου μιλούσα. Και να σου πω και κάτι; Φεύγω και για τις φορές που το sex τελείωνε, όταν τελείωνες εσύ.
Τις φορές που η δική μου ικανοποίηση δεν ήταν στα προβλεπόμενα. Μα πιο πολύ, φεύγω γιατί ξέρω πως η απουσία μου, δεν επηρεάζει την καθημερινότητά σου. Φεύγω γιατί είσαι καλά και χωρίς εμένα. Φεύγω γιατί ούτε τώρα δεν έχεις την ανάγκη να μάθεις πώς είμαι, πώς περνάω. Γιατί δεν έχεις την ανάγκη να με δεις, να με ακούσεις. Φεύγω γιατί ξέρω πως ούτε τώρα θα με σταματήσεις. Φεύγω γιατί δε θα σου λείψω. Για όλα αυτά φεύγω λοιπόν. Για όσα ζήσαμε και όσα δεν ζήσαμε.
Έφευγα, κι εκείνο το βράδυ, αντί για “αντίο” σου είπα “καληνύχτα”. Κι αντί για βουρκωμένα μάτια, είχε πεταχτό φιλί στο άτομα. Έφευγα, και καθώς έκλεινα την πόρτα του αυτοκινήτου σου, έπαιρνα την απόφαση να κλείσω και την πόρτα στον… παραλίγο έρωτά μου. Τώρα, ναι. Έφυγα. Και μη με θυμάσαι. Δε θα ήθελα να με θυμάσαι. Κι όπως και τότε, έτσι και τώρα, δεν έχει αντίο. Έχει μόνο καληνύχτα…
Join the discussion