Γράφει η Λιάνα
Στιγμές, λέξεις, αγγίγματα, βλέμματα, συναισθήματα, όλα έχουν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό μου. Σαν να ‘ταν χθες, θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια, κάθε μικρή συλλαβή που ξεστόμισες, κάθε όμορφη στιγμή, κάθε υποτιθέμενο χωρισμό, κάθε επανασύνδεση.
Βλέπεις, μέσα στη νύχτα, όταν οι θόρυβοι έχουν μειωθεί, η μουσική σιγοπαίζει και μένεις μόνη σου με τον εαυτό σου, αντιλαμβάνεσαι πιο καθαρά πως πρέπει κάποια στιγμή να αποφασίσεις να αντιμετωπίσεις τις καινούργιες συνθήκες που ορθά επέλεξες στη ζωή σου.
Η νύχτα είναι χρόνια τώρα φίλη πιστή, που ποτέ δεν σου χάιδεψε τ’αυτιά, μαζί της μοιράστηκες τα πάντα.
Ένιωσα πολύ θυμό, εξουθενωτικό για μένα. Σε εκδικήθηκα, σε μείωσα, σε πόνεσα, σου εξαφάνισα αυτή την έπαρση με την οποία εκμηδένιζες τα πάντα και τελικά σε έδιωξα. Σε ξόρκισα. Βήμα βήμα, εξαφανίστηκα απ’την καθημερινότητά σου αρχικά, απ’τη ζωή σου τελικά.
Νιώθω τόσο ήρεμη και τόσο θλιμμένη, συγχρόνως. Ήρεμη γιατί τελείωσε μια επώδυνη ιστορία, θλιμμένη γιατί ξέρω μέσα μου πως αυτό που νιώθεις για μένα, όσο άρρωστο κι αν είναι, υπάρχει ακόμα και είναι δυνατό. Πιο δυνατό από πριν, μα καταδικασμένο πια, να μην ειπωθεί ποτέ.
Εμείς οι δυο θα μείνουμε για πάντα τα δυο χαμένα κομμάτια ενός παζλ. Οι δυο τελευταιές πινελιές ενός πίνακα που έμεινε ξεχασμένος. Η τελευταία σκηνή ενός έργου που έχασες και πάντα θα αναρωτιέσαι για το φινάλε.
Εμείς οι δυο, θα έρθει η στιγμή, μετά από πολλά χρόνια, που θα παραδεχτούμε πως ήμασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Απ’ το ίδιο υλικό, απ’ την ίδια τη ζωή, δοτικοί, κτητικοί και απόλυτα εγωϊστές.
Πάντα αναρωτιόμουν, όταν περάσει ένας μεγάλος θυμός τι μένει; Έχει παρασύρει τα πάντα; Νιώθεις μίσος, απέχθεια; Εξαφανίζεται κάθε συναίσθημα και απλά προχωράς; Σβήνει κάθε στιγμή που μοιράστηκες, που έζησες;
Δεν είναι έτσι. Καθόλου μάλιστα. Όταν περάσει ο θυμός, καταλαγιάσει η θύελλα, μένει ένα τεράστιο κενό. Που από το πρώτο λεπτό καταλαβαίνεις, πως δεν θα γεμίσει ποτέ. Γιατί ο άνθρωπος που σε έφερε σ’αυτό το ακραίο σημείο, ήταν εκείνη την ώρα ο δικός σου άνθρωπος. Μ’ αυτόν είχες ονειρευτεί, είχες μοιραστεί, είχες γελάσει, είχες κάνει έρωτα. Πήρε κομμάτια απ’την ψυχή σου και σου έδωσε δικά του. Έμαθες να ζεις για λίγο ή πολύ στους ρυθμούς του. Ξύπναγες με την καλημέρα του και κοιμόσουν με την καληνύχτα του.
Δεν μετανιώνω που έφυγα, ούτε που σου είπα ό,τι πιο σκληρό έχει βγει ποτέ απ’το στόμα μου. Κάθε μέρα μαζί σου με γέμιζε χαρακιές. Κάθε παραλογισμός σου γκρέμιζε κι ένα όνειρο. Με έκανες να νιώθω σαν ένα άγριο ζώο, που προσπαθούσες, μαστιγώνοντάς το καθημερινά να το δαμάσεις, ώσπου σε μια ανύποπτη στιγμή, σου ξέφυγε και γλύτωσε από όλον αυτό τον πόνο. Δεν μπαίνουν όλοι οι άνθρωποι σε καλούπια, στο είχα πει.
Συμπερασματικά, με όση διαύγεια έχει μείνει πια, μετά από αυτά που, λάθος μου, σε αφήνω να συνεχίζεις να λες, μπορώ με απόλυτη ειλικρίνεια, να παραδεχτώ πως θα μείνεις για πάντα, ένα τεράστιο κεφάλαιο στη ζωή μου. Μια πολύχρωμη εικόνα στο βιβλίο μου, με κατάμαυρο φόντο. Υπήρξες η απελευθέρωσή μου. Όπως κι εγώ θα μείνω ο κρυφός σου έρωτας, ο μεγάλος σου φόβος, η γυναίκα που σε ξεσκέπασε, έκλεψε κομμάτια της καλά κρυμμένης αλήθειας σου, της τρυφερότητάς σου και γι αυτό απλά την εκδικήθηκες. Η γυναίκα που σάρωσε τον τέλειο κόσμο σου, που με προσπάθεια είχες δημιουργήσει στο μυαλό σου.
Είδες τελικά πως κανείς μας δεν είναι άτρωτος; Σε όλους υπάρχουν χαραμάδες…
Τώρα που καταλάγιασε ο θυμός μου, μπορώ επιτέλους να σε αποχαιρετήσω αληθινά. Να σου πω, πως ναι μου λείπεις, πως σε πονάω, πως θέλω να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, μέσα απ’ αυτά τα λίγα που σου έμαθα κι εγώ. Χρειάζομαι να σου πω, πως ναι σ’ αγαπάω, με τον δικό μας όμως, παρανοϊκό τρόπο. Πως λαχταράω ένα τελευταίο φιλί. Πως αναγνωρίζω στα λόγια σου και τη θλίψη σου την προσπάθειά σου να με γυρίσεις πίσω. Πως νιώθω την απελπισία σου, όταν λες πως δεν σε γεμίζει τίποτα και σε πιστεύω. Αλλά δεν μπορώ, μάτια μου, πια να είμαι εκεί. Η αξιοπρέπεια μου και ο εαυτός μου αξίζουν περισσότερα.
Αντίο δεν θα πω, δεν υπάρχει λόγος. Δυο άνθρωποι δεμένοι τόσο παράλογα, δεν χωρίζουν. Θα σε χαιρετήσω όπως πάντα με ένα απλό “τα λέμε”. Γιατί το ξέρω καλά, πολύ καλά, πως σε κάποια στροφή της πορείας μου, θα περιμένεις χαμογελώντας, να με αγκαλιάσεις για πρώτη φορά. Κι αυτό να ξέρεις, θα είναι το πιο αληθινό πράγμα που θα έχεις κάνει σε όλη σου τη ζωή…