Γράφει η Νόνη Διολή
Εγώ με την υπομονή δεν έχω συναντηθεί ποτέ. Είμαστε βίοι παράλληλοι, δυο δρόμοι προς εντελώς αντίθετες κατευθύνσεις. Και αν μου τύχει να την συναντήσω σε καμιά γωνία την προσπερνώ με ψυχραιμία.
Η υπομονή για εμένα έχει αρνητική έννοια.
Υπομονή σημαίνει υπομένω, υπό + μένω. Μένω δηλαδή κάτω από κάτι άλλο. Έχω κάτι να με βαραίνει, να με σέρνει, να με κάνει να περιμένω κάτι.
Και να το περιμένω ως πότε;
Υπάρχει κάποιο χρονικό περιθώριο για να κάνω υπομονή; Ένα χρονοδιάγραμμα; Μπορώ δηλαδή να βάλω κάτω το ρολόι ή το ημερολόγιο και να πω θα κάνω δυόμιση ώρες υπομονή ή τρεις ημέρες ή πέντε μήνες;
Και άντε και βάζω το deadline και τοποθετώ το χρονόμετρο ή την κλεψύδρα ανάποδα και αρχίζει η άμμος να πέφτει, ξέρω τι ακριβώς περιμένω ή να περιμένω;
Λογικά, περιμένω την απάντηση ή την αντίδραση ενός άλλου, ενός δεύτερου παίκτη για τον οποίο δεν μπορώ να έχω καμία ένδειξη αν έχει καταλάβει ότι εγώ τελώ εν αναμονή και αγωνία της απάντησής του ή της αντίδρασης του στο κάτι μου, στο ερώτημά μου, στην προσδοκία μου με άλλα λόγια.
Άρα η υπομονή στην ουσία με υποδουλώνει, με εξαναγκάζει να είμαι δέσμια ενός “κάτι” που δεν εξαρτάται μόνο από εμένα, πολλές δε φορές και καθόλου από εμένα.
Αναγκάζομαι λοιπόν υποσυνείδητα, να αδρανώ, να περιμένω παθητικά τον άλλον να ικανοποιήσει το κάτι της υπομονής μου το οποίο μπορεί και να αγνοεί ή θέλει να αγνοεί παντελώς.
Η διαδικασία της υπομονής καταλήγει εν τέλει μονομερής ευσεβής πόθος και σε βάθος χρόνου οδηγεί σε ψυχολογική φθορά, δική μου εννοείται.
Μήπως λοιπόν τον χρόνο που ξοδεύω στο να περι – υπό – μένω αντί να τον αχρηστεύω, θα μπορούσα να τον αξιοποιήσω περισσότερο ουσιαστικά; Να δράσω ας πούμε; Να κάνω κάτι να αποφύγω την αγωνία, το άγχος, την, ανασφάλεια και τη μιζέρια που μου θα μου προκαλέσει η υπομονή;
Το αυτονόητο είναι να εκθέσω στον άλλον ευθέως αυτό που με απασχολεί και να ζητήσω την ειλικρινή απάντηση του γι’ αυτό που βασανίζει το μυαλό μου;
Να του απευθύνω με άλλα λόγια μια ευθεία ερώτησή μου που θα τον κάνει να καταλάβει τον προβληματισμό μου και να ζητήσω μια απάντησή του θα δώσει τέλος στη δική μου “υπομονή”.
Αν μου δώσει ξεκάθαρη απάντηση ανεξάρτητα από το αν είναι αρνητική ή θετική, εγώ αποδεσμεύομαι από το βάρος της υπομονής και προχωράω παρακάτω.
Αν πάλι δε μου δώσει ξεκάθαρη απάντηση, τότε πάλι εγώ προχωράω παρακάτω, γιατί αυτό σημαίνει είτε ότι δεν κατάλαβε τον προβληματισμό μου και δεν θέλει να ασχοληθεί είτε ότι τον αποφεύγει ή ακόμα χειρότερα αποφεύγει εμένα, οπότε δεν έχει νόημα να συνεχίσω να υπό- μένω και ασφαλώς προχωράω και σε αυτή την περίπτωση παρακάτω υπό άλλους όρους βέβαια.
Καταλαβαίνω ότι ούτε είναι εύκολο, ούτε και μπορεί να εφαρμοστεί αυτό σε όλες τις περιπτώσεις. Πολλές φορές δειλιάζουμε, βγαίνει μπροστά ο εγωισμός μας, βρίσκουμε δικαιολογίες με κορυφαία αυτή την «ας δώσω μια ευκαιρία ακόμα, ας περιμένω και σήμερα», οτιδήποτε τέλος πάντων προκειμένου να ταΐσουμε την αναβλητικότητά μας και ασφαλώς να υπο-μείνουμε κάτω από το πρόσθετο βάρος της αναμονής καθώς τα σήμερα περνάνε με ιλιγγιώδη ταχύτητα από μπροστά μας.
Σκεφθείτε όμως αν όμως κάθε φορά που μας προκύπτει ένα θέμα που θεωρούμε ότι χρειάζεται υπομονή, το δούμε υπό το πρίσμα της ψυχραιμίας και δεν το κατατάξουμε αυτόματα στη λίστα της “υπομονής”, μήπως αυτό μας βοηθήσει να αποφορτίσουμε κάπως το μυαλό μας και να ασχοληθούμε με πιο δημιουργικά και παραγωγικά πράγματα;
Μήπως αυτό μας κάνει να αφαιρέσουμε από τη ζωή μας ένα μέρος του καθημερινού μας άγχους, της συνεχούς πίεσης που έτσι και αλλιώς βιώνουμε στην πολύ δύσκολή εποχή που ζούμε.
Μήπως είναι άπλα ένα μικρό βήμα να κάνουμε τη ζωή μας λίγο πιο ποιοτική επιλέγοντας πραγματικά αυτό που αξίζει να ασχοληθούμε μαζί του και σε αυτό να δώσουμε την ενέργειά μας;
Μήπως;