Γράφει ο Κώστας Ανδρεόπουλος.
Γεννιούνται για να γεννούν ζωή.
Έρχονται στο κόσμο για να φέρουν τη ζωή.
Είσαι η ζωή και το οφείλεις σε εκείνες.
Ήσουν ένα κομμάτι τους για 9 ολόκληρους μήνες, ήσουν κορμί του κορμιού τους, που το έθρεψαν με πόνο και αγάπη.
Οφείλεις σεβασμό απέναντί τους, οφείλεις να τις κοιτάς στα μάτια και ν’ακούς έως και τη τελευταία “τελεία” που σου ξεστομίζουν.
Οφείλεις να είσαι ο άντρας που ονειρεύτηκε η μάνα σου να φέρει σ’αυτόν τον κόσμο. Και να ξέρεις, δεν ονειρεύτηκε λαγούς με πετραχήλια.
Ονειρεύτηκε να φέρει έναν Άντρα με αξίες, ήθος, ειλικρίνεια και λόγο ευθύ, που θα τσακίζει κόκαλα και θα κρατά τη τιμή του για σημαία.
Που θ’αγαπά, θα νοιάζεται, θα σέβεται το καθετί πιο αδύναμο από εκείνον.
Τα παιδιά, τον παππού, τη γιαγιά, τα ζώα, τη φύση, τη γυναίκα.
Τη γυναίκα..
Να μιλήσουμε λίγο γι’αυτό.
Ξέρεις, υπάρχουν και κάποιες γυναίκες πολύ φοβισμένες.
Υπάρχουν και ζουν τη δική τους φυλακή, μια φυλακή που τις εγκλώβισαν κάποιοι.
Κλειδαμπαρώθηκαν μονάχες εξαιτίας κάποιου ηθικού αυτουργού και δε μπορούν να ξεμυτίσουν από εκεί, γιατί δεν μπορούν να εμπιστευτούν.
Η φυλακή τους είναι το σώμα τους, είναι το μυαλό τους, η ψυχή και η καρδιά τους.
Μάλλον όχι..
Η καρδιά όχι.
Εκείνη είναι πάντα ανοιχτή, εκεί, να ελπίζει πως κάποιος, κάπου, κάποτε θα εμφανιστεί να τις λυτρώσει.
Είναι εκείνες οι γυναίκες, που κάποια τσογλάνια τους τεμάχισαν τις ψυχές.
Με συμπεριφορά μηδενική, με λόγο σκάρτο, με ψέμα περίτεχνο και πονηρό σκοπό.
Που τις στιγμάτισαν και τις πλήγωσαν ανεπανόρθωτα.
Είναι εκείνες οι γυναίκες που κρατούν τα πάντα μέσα τους, που δεν πρόκειται να σου πουν κουβέντα, ούτε σε σένα ούτε σε κανέναν.
Είναι εκείνες οι γυναίκες, που τραβούν το δικό τους Γολγοθά, περιμένοντας και ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα κάνει την εμφάνισή του εκείνος ο ένας, αυτός που θά’ρθει και θα αποκρυπτογραφήσει το δικό τους κόσμο.
Ο λυτρωτής τους, το φως στο πυκνό σκοτάδι τους.
Ο ήλιος στα μάτια τους, το χέρι στο χέρι τους, η αγκαλιά που θα κουμπώσουν.
Είναι εκείνες οι γυναίκες, που τρέμουν να μιλήσουν, που φοβούνται ν’ανοιχτούν, μην τυχόν και ξαναπροδωθούν, μην τυχόν και γκρεμιστούν πάλι.
Και δε μιλάνε πουθενά.
Ποτέ και πουθενά.
Οι καλύτερες φίλες του εαυτού τους;
Οι άμυνες..
Οι άμυνες που σηκώνουν τείχη!
Με πόνο ψυχής στο λέω.. ΤΕΙΧΗ.
Και άσ’τα να πάνε, φίλε!
Εκείνες τις γυναίκες, όταν θα τις αντιληφθείς, πρόσεξε πολύ.
Απ’τα λίγα που θα σου πουν, φρόντισε να μάθεις πολλά, να ψάξεις περισσότερα και να ανακαλύψεις τα πάντα τους.
Εκείνες τις γυναίκες να τις χαϊδέψεις πρώτα στην ψυχή και ύστερα στο σώμα.
Να αναγεννήσεις τη φαντασία του μυαλού τους και να την ποτίσεις με χρώματα και λέξεις.
Λέξεις από κείνες που θα νιώθεις, λέξεις που θα σαλπάρουν με αυτές και θα περιμένουν να τις κάνεις πράξεις.
Λέξεις, που θα τις κάνεις και πάλι να ελπίσουν, με εσένα για συνοδοιπόρο, λυτρωτή και Άντρα στο πλευρό τους.
Θα το δεις στα μάτια τους.
Θα το δεις, ρε φίλε..
Εκείνες τις γυναίκες αγάπησέ τες λίγο παραπάνω.
Αναπλήρωσε το κενό τους με ποιοτικό υλικό, στεγανό, αδιαπέραστο, με λαμπερή υφή, λεία όψη, μωβ ροζ και τιρκουάζ.
Σε εκείνες τις γυναίκες δώσε ξανά ζωή.
Από εκείνη που τους έκλεψαν.
Από τα συναισθήματα που τους κομμάτιασαν, από την ελπίδα που τους στέρησαν.
Σε εκείνες τις γυναίκες να δώσεις κάτι παραπάνω..
Λίγο παραπάνω κι απ’το παραπάνω που μπορείς!