Γράφει η Στάλω Παπουή
Μα τώρα σοβαρομιλάς;;
Μια φωνή δυνατή και αγριεμένη, με ένα βλεμμα ειρωνικό και θυμωμένο, και να αρχίζει τις επικρίσεις, τα παράπονα, τις κατηγορίες, και να τα πιστεύει!
Ω ναι, ξέρω πως αυτή τη στιγμή τα πιστεύει, προσπαθεί να με πείσει ότι έχει σε όλα δίκαιο!
Και γω να το θεωρώ άδικο, γιατί αυτό είναι το δικό μου το παιδί και δεν γίνεται, δεν μπορεί να γίνεται, μα πώς γίνεται;
Θυμώνω και γω, μαζεύω ολους τους μηχανισμόυς άμυνας μου και αρχίζω να φωνάζω, να κλαίω και να αμύνομαι με επίθεση, γιατί δεν ξέρω άλλο τρόπο, δεν θέλω να βρω άλλο τρόπο, θολωμένη του λέω και γω όσα δεν θα έλεγα στο παιδί μου, τουλάχιστον με διαύγεια μυαλού!
Φεύγει, κτυπά την πόρτα δυνατά και φεύγει!
Μέσα μου λέω “στο καλό να προσέχεις”, όπως του λέω πάντα στα φωνακτά, τώρα ο εγωισμός υπερέχει όμως το είπα από μέσα μου, αν και δεν το εννοούσα λιγότερο.
Ξαναεμφανίζεται μετά από ώρα.
Ακόμα είμαι θυμωμένη, ακόμα θέλω να τον επικρίνω, αλλά κάτι με σταματά.
Η συνομιλία που έκανα όσο έλειπε με τη δική μου μάνα, κατέληξε σε ένα, “και συ τα ίδια έκανες”
Τι μου είπε τώρα;
Πάω πίσω στα χρόνια της δικής μου εφηβείας.
Η πόρτα του υπνοδωματίου μου ακόμα με την τρύπα που την κλώτσησα, ορκίστηκε η μάνα μου να μην την φτιάξει ποτέ, όσα χρόνια και αν περάσουν, και το τήρησε.
Κάθομαι φαινομενικά ήρεμη με τον καφέ και τα τσιγάρα μου.
Γυρίζει και μου λέει, αυτός, που πριν μια ώρα βρόντηξε την πόρτα και έφυγε, “είσαι καλά; Γιατί πάντα δέκα μέρες πριν φύγω να μαλώνουμε;”
Τι να του πω…..
Να του πω, φοβάμαι χωρίς εσένα;
Εγώ που πρέπει να σε στηρίζω,θέλω στήριγμα; Τι να του πω;; ΦΟ-ΒΑ-ΜΑΙ;
Όχι! Χίλιες φορές ΟΧΙ!
Αρκέστηκα σε μια “συγγνώμη”, σε μια φτηνή δικαιολογία και αυτός σε ένα “δεν πειράζει” και αγκαλιαστήκαμε!
Το μόνο που ήθελα να πω ήταν “Σ’αγαπώ και φοβάμαι”!