Γράφει η Χριστιάνα Τσομπάνη
Μείνε, μείνε, μείνε.
Με ταρακούνας και ξυπνάω.
“Παραμιλουσες” μου λες.
“Αγκάλιασε με και μη μιλάς.”
“Σταμάτα να κλαίς εδώ είμαι δεν έφυγα.”
Μα το είδα στον ύπνο μου.
Δεν έφυγα.
Μείνε.
Όλο μου το είναι σου ζητάει να μείνεις.
Και εμένα όλο μου το είναι μένει γιατί σε θέλει.
Σε φιλάω, σαν να έχω να σε δω χρόνια.
Σε φιλάω και με κατακλύζει το πάθος σου, ο έρωτας σου, η αγάπη σου.
Ηρεμησα.
Τώρα που είσαι δίπλα μου ηρεμησα.
Με φιλάς και με χαϊδεύεις παντού.
Μου κάνεις έρωτα.
Η ώρα τρεις τα ξημερώματα.
Και εγώ σπαρταραω στην αγκαλιά σου ενώ μου ψιθυρίζεις λόγια αγάπης.
Ξαπλώνουμε στο κρεβάτι μας κάτω από τα σκεπάσματα μας, με τυλίγεις στην αγκαλιά σου και με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου αποκοιμιεμαι.
Ξημέρωσε.
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μπαίνουν από το παράθυρο, γυρνάω και σε βρίσκω να με χαζεύεις.
Με φιλάς.
“Σήκω έχουμε δουλειές” μου λες.
Λίγο ακόμα..
Σήκω.
Λίγο ακόμα , έλα να μείνουμε εδώ για πάντα.
Ξαπλώνεις πλάι μου και μου χαϊδεύεις τα μαλλιά.
“Ξύπνα υπναρου.”
Γυρνάω και σε αγκαλιάζω, δεν ξεκολλαω από πάνω σου και εσύ μου αφήνεις φιλιά παντού και εγώ σε χαϊδεύω και με φιλάς γρήγορα, παθιασμένα και σου αφήνω δαγκωματιες στο λαιμό, στο αυτι και με γυρνάς και με κοιτάς βαθιά στα μάτια , χαμογελάς πονηρά και με αναστατώνεις και εγώ αφήνομαι στα χέρια σου.
Τώρα σηκωνόμαστε όμως. Σε κοιτάω και χαμογελάω.
Σου σιδερωνω το πουκάμισο ενώ εσύ με μαλώνεις που πάλι δεν έπλυνα καλα τα πιάτα και τότε θυμώνω και σου φωνάζω να βρεις άλλη και εσύ γελάς και με κοιτάς σαν να μου λες ότι μόνο εμένα θές αλλά δεν το λες,τι περιμένεις.
Τι με κοιτάς πήγαινε βρες την.
Συνεχίζεις να με κοιτάς.
Άντε λοιπόν.
Σταμάτα εσένα θέλω και την ακαταστασία σου.
Όχι, να βρεις άλλη.
Και τότε ζαρωνω και γίνομαι ένα μικρό παιδί μπροστά σου και με κοιτάς βαθιά και με κλείνεις στην αγκαλιά σου.
Ντυνόμαστε γρήγορα γιατί η ώρα έχει περάσει και κατεβαίνουμε τις σκάλες με γέλια.
Βάζεις μπρος την μηχανή και κατεβαίνουμε κέντρο, Θησείο στο αγαπημένο μας μαγαζί για πρωινό.
Παραγγέλνουμε τα συνηθισμενα.
Τρώμε γρήγορα και πάμε στις δουλειές μας.
Θα έρθω να σε πάρω το μεσημέρι για φαι.
Ότι πείτε εσείς σου λέω κοροϊδευτικά.
Με φιλάς και φεύγεις.
Σκέφτομαι , σκέφτομαι, σκέφτομαι και στη δουλειά σκέφτομαι.
Ένα “μείνε” τριγυρνάει στο μυαλό .
Το τηλέφωνό μου χτυπάει η ώρα δύο.
Ήρθες να με πάρεις.
Κατεβαίνω τρέχοντας τις σκάλες και σε βλεπω να με περιμένεις με το κράνος στο χέρι και μια σοκολάτα, μου δίνεις ενα φιλί και έπειτα το κράνος και τη σοκολάτα.
Έχω χαθεί στη ζωή μας, την κοινή μας ζωή.
Νιωθω την ευτυχία και παραληρω, πέφτω πάνω σου και σε γεμίζω στα φιλιά εκεί στη μέση του δρόμου.
Χαμογελάς και δεν μιλάς γιατί με ξέρεις.
Με πας στο αγαπημένο μας και όσο τρώμε περιγράφουμε ο ένας την ημέρα του στον άλλον.
Γελάω με τον άχρηστο συνεταιρο σου που δεν ξέρει καλά την δουλειά του.
Γελάω που νευριάζεις και χαμογελάω όταν ακούω ότι σε επιβράβευσαν.
Μου δίνεις συμβουλές για το πώς να διαχειριστώ το αφεντικό μού και χαμογελάς που πήρα την προαγωγη.
Η ώρα πέντε.
Ανεβαίνουμε στην μηχανή και πάμε σπίτι.
Όσο εσύ οδηγείς εγώ παρατηρώ τριγύρω, σκέφτομαι όλα τα μέρη που πήγαμε μαζί και πόσα ακόμα έχουμε να δούμε.
“Ταξίδια” φωνάζω.
Και μεσα στη βουή του δρόμου μου απαντάς.
“Θα κάνουμε όσα θες.”
Θέλω πολλά και τα θέλω μαζί σου.
Φτάσαμε.
Βαζω το κλείδι στην πόρτα, την ανοίγω, την κλείνεις με βία και με ξεντυνεις.
Με κόλλας στον τοίχο και με φιλας και εγώ βαριανασαινω.
Σε θέλω τώρα.
Με έχεις.
Με αγγίζεις παντού και ανατριχιαζω.
Γδυνομαστε.
Με ξαπλώνεις στον καναπέ και μου κάνεις έρωτα .
Σσ..θα ακούστουμε.
Δεν με νοιάζει.
Μου κλείνεις το στομα με φιλιά.
Ξαπλώνουμε αγκαλιά.
Διακρίνω μια γαλήνη στο πρόσωπο σου και νιώθω ευτυχισμένη.
Κοινή ζωή με σένα, ποιος θα το φανταζόταν!
Ένα δικό μας σπίτι να χωράει εμάς και κάνα δυο καλούς φίλους, η μηχανή που πάντα ήθελες, τα έπιπλα που τα διαλέξαμε μαζί, οι φωτογραφίες μας στους τοιχους, ποσες αναμνήσεις, πόσες στιγμές.
Σε αγάπησα παιδί και τα παιδιά δεν ξεχνούν ποτέ…
Join the discussion