Γράφει ο Γιώργος Γαλάνης
Πάντα θα γράφω για την αγάπη μας , πάντα θα μιλώ για σένα και για μένα κι ας ζούμε πλέον χωριστά κι ας σε κέρδισε άλλη αγκαλιά. Θα είμαι πάντα για σένα εκείνος. Θα είμαι πάντα εκείνος ο πιστός σου ακόλουθος, θα είμαι αυτός που κάποτε έλεγες πως λάτρεψες με όλη σου την ψυχή.
Και να που κάπως κάπου κάποτε, δύο άγνωστοι μέσα σε αυτόν τον κόσμο, συνεπαρμένοι από παιχνίδι που έστησε η μοίρα, ενώσαν τις ψυχές τους που ήταν έτοιμες να αγγίξουν τα ουράνια μέσα από τον έρωτα και την αγάπη. Βιαστήκαμε όμως και αντί σκαλί σκαλί να χτίζουμε την ευτυχία μας, εμείς τα γκρεμίσαμε όλα και κάψαμε όλες τις γέφυρες αφήνοντας πίσω μας κενό, κανένας τρόπος επικοινωνίας τώρα πια. Μα δεν ξέραμε πώς να διαχειριστούμε όλα όσα ζούσαμε που ήταν πρωτόγονα και δυνατά.
Μας πές μου, πώς γίνεται; Περάσαμε τόσο βράδια, που σε κρατούσα στην αγκαλιά μου και μου μίλαγες με ενθουσιασμό για τα όνειρά σου, για τη ζωή σου και τρομαγμένη ομολογούσες πως αγάπησες αληθινά..Πώς γίνεται λοιπόν να είμαστε χώρια; Γιατί; Σε ρωτάω! Ξέρεις, ζηλεύω! Ζηλεύω εκείνον τον ανυπέρβλυτο εγωισμό σου, που χειριζόσουν πάντα με τόση μαεστρία. Θα ήθελα για λίγο να σου μοιάζω, για να μπορώ και εγώ να ζω, να μην νιώθω μουδιασμένος από τον πόνο.
Ήθελες να φύγεις όμως, και πήρες τον χρόνο σου να μας προετοιμάσεις και τους δυο, μα ρώτα την ψυχή μου να σου πει, πώς ρούφηξες κάθε ίχνος ενέργειας στη φυγή σου. Ζω…μα τι λέω; Δεν ζω, απλά υπάρχω. Υπάρχω από τη στιγμή εκείνη που αποφάσισες να καταδικάσεις την καρδιά μου σε ισόβια κάθειρξη και κλείδωσες την ψυχή μου σε ένα κελί, αφηνωντάς με να προσπαθώ να της δώσω δύναμη. Δύναμη σε μένα, δύναμη στον ευατό μου με την υπόσχεση πως θα τα καταφέρω. Με την υπόσχεση πως θα καταφέρω να γίνω και πάλι δυνατός, να νιώσω σαν θεός, όπως τότε που ήμασταν μαζί.
Θα είμαι μόνος, μα χωρίς φόβους και ανασφάλειες..δεν έμαθα βλέπεις να εγκαταλείπω τόσο εύκολα, την ώρα που εσύ θα ζεις και θα μεγαλώνεις ανάμεσα στους φόβους σου. Δεν το βαστάει άλλο η ψυχή μου, ήρθε η ώρα να βρω και εγώ τα πατήματά μου, να σηκώσω το κεφάλι μου και να κοιτάξω κατάματα το μονοπάτι που εσύ μου χάραξες. Να κοιτάξω εκείνο το μονοπάτι που μίσησα και φοβήθηκα μαζί.
Ξέρεις προσευχήθηκα στο Θεό μα ανταπόκριση δεν βρήκα. Ειρωνία δεν είναι; Εσύ δεν πίστευες ποτέ και με ρωτούσες πώς γίνεται να πιστεύω, αφού Εκείνος δεν υπάρχει. Αναρωτιέμαι, εγώ που πίστευα, προσευχήθηκα και τον χρειαζόμουν, άραγε να με εγκατέλειψε και Αυτός;
Ίσως τελικά να είχες δίκιο! Ίσως πάλι να είχα δίκιο εγώ όταν σου είπα πως ο Θεός είναι αγάπη και μου απάντησες πως αυτό σου αρκεί…! Η δική μας η αγάπη, θα υπάρχει τώρα πια μόνο στις ανανήσεις μας, γιατί εσύ και εγώ την καταδικάσαμε να ζει εκεί. Εκεί θα είναι τώρα η δική της φυλακή.
Join the discussion