Γράφει η Έφη Παναγοπούλου
Οι χειρότερες στιγμές της ζωής μας ίσως είναι κάποιες από τις καλύτερες αναμνήσεις. Να βλέπεις αισιόδοξα τις καταστάσεις, να βλέπεις ζωή μπροστά σου. Να ανάβεις όλα τα φώτα για τα όνειρα σου. Να είναι ανοιχτοί οι διακόπτες.
Πάντα έτσι σκεφτόμουν, πάντα έδινα ονόματα και όχι ταμπέλες σε ό,τι με πλήγωνε ή με άφηνε πίσω. Το άγχος για ό,τι στη ζωή ακόμα δεν πήρα, το είχα ονομάσει μοίρα. Εσένα που γνώρισα και μου άλλαξες την ζωή, πεπρωμένο. Αγάπη, ό,τι ένοιωσα και ό,τι μου έδωσες απλόχερα. Αναμνήσεις, όλα αυτά που πήρες πίσω ξαφνικά και απότομα.
Έτσι ξαφνικά όπως μπήκες στη ζωή μου, έτσι ξαφνικά έφυγες, χωρίς εξηγήσεις. Χωρίς αιτία όπως μπήκες έφυγες.
Όλα τα όνειρα που είχα κάνει μαζί σου από άσπρα έχασαν το χρώμα τους. Ξαφνικά άρχισα να βλέπω βουνό μπροστά μου για να ανέβω. Κοιτάζοντας πίσω, το όνειρο μου δεν φαινόταν, κι ας ήταν δικό μου, κι ας το είδα πρώτη εγώ, κι ας ζούσα για αυτό το όνειρο. Το όνειρο μου ήσουν εσύ και ό,τι μου έδωσες. Φαίνεται όπως μπήκες στη ζωή μου, έτσι έφυγες και εγώ έμεινα με την σκέψη.
Γιατί έχασα το όνειρο; Αφού ήταν δικό μου. Ας είχα αποφασίσει να το ζήσω μόνο εγώ και να το διεκδικήσω. Μάλλον δεν πίστεψες ποτέ πόσο σε αγάπησα. Σου άρεσε που σε διεκδικούσα, ενώ εσύ έφευγες, έτρεχες μακριά μου. Και εγώ; Εγώ εδώ, στη σκέψη ότι θα γυρίσεις.
Ξέρεις όμως κάτι; Όταν άρχισα να βλέπω την χειρότερη εκδοχή μου, την χειρότερη στιγμή μου, πόσα μαθήματα πήρα; Τόσα, που έδωσα ονόματα στα συναισθήματα, για να τα κάνω φίλους μου. Πάντα είχα στο μυαλό μου ότι δεν με νοιάζει αν έφυγες, αρκεί να με σκέφτεσαι. Το όνειρό μου ήσουν εσύ. Πόσες φορές σου το είχα πει;
Ώσπου ξαφνικά έφτασε η μέρα, που δεν περίμενα ποτέ. Δεν με νοιάζει αν με σκέφτεσαι, όχι, δεν με νοιάζει. Ό,τι έδωσα, το έδωσα με το παραπάνω. Με έχασες και αυτό δεν αλλάζει. Το καλύτερο μάθημα μου ήταν αυτό. Το καλύτερο πάθημα σου ήταν αυτό.
Όσο μπόρεσα, έφερα αντίσταση σε αυτό το ποτάμι, όταν είχε πολύ νερό, ΓΙΑ να μη με πάρει. Και όσο ήταν δυνατόν, φαντάστηκα νερό στο ξεροπόταμο και παρασύρθηκα.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη…