Γράφει η Θέμις Κυριακάκη
Πόσο κακό σου έχω κάνει ρε διάολε; Πόσο; Ακόμα φέρνω στο μυαλό μου τη μέρα που συναντηθήκαμε τυχαία, θυμάσαι; Ούτε καν γύρισες το βλέμμα σου να με κοιτάξεις. Κι εγώ θυμάμαι πολύ καλά, γιατί παρακάλαγα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Κι ακόμα αναρωτιέμαι, γιατί ήμουν εγώ αυτή που ένιωσε άσχημα.
Στεκόμουν απέναντί σου και σε κοιτούσα. Κι όσο σε κοιτούσα στα μάτια, εσύ χαμήλωνες το βλέμμα σου, μέχρι που έκρυψες το πρόσωπό σου! Τι φοβόσουν να μην δω; Ή μάλλον τόσο αποκρουστική σου ήμουν; Με έκανες να νιώσω απόρριψη, μίσος και απέχθεια μέσα σε μια στιγμή! Κι έγινες τόσο μικρός..
Σε είχα πολύ ψηλά, να το θυμάσαι. Κι έγινες τόσο μικρός, τόσο δειλός, τόσο αόρατος. Μα πάλι, για εμένα ήσουν εκείνος. Γιατί ότι και να έκανες, ήσουν πάντα εκείνος! Κι όταν βίωσα την απώλεια, εκείνη τη μεγαλύτερη που μπορεί να νιώσει κανείς, αυτή του γονιού του, έτρεξα σε εσένα, που ήξερες πώς είναι.
Και γκρεμοτσακίστηκα. “Τον εχασα” σου έγραψα, κι απλώθηκε η σιωπή σου. Πέρασαν μέρες πριν πάρω ένα μήνυμά σου ψυχρό και τυπικό κι από εκείνη τη μέρα, το κοιτάζω ξανά και ξανά κι αναρωτιέμαι, γιατί; Ένα γαμημένο γιατί έμεινε. Ούτε ένα “πώς είσαι”, ούτε ένα “είσαι καλά”, ούτε δυο λόγια υποστήριξης και δύναμης. Ένα μήνυμα τυπικό!
Κι εγώ πονάω ρε διάολε! Το καταλαβαίνεις; Πονάω. Είμαι άνθρωπος και πονάω, κι εσύ το ξέρεις αυτό. Και τώρα θα μείνουμε κι οι δυο να πονάμε, τις ίδιες μέρες. Και κάθε χρόνο θα σκέφτεσαι τον πόνο μου και κάθε χρόνο θα σκέφτομαι τον πόνο σου κι εκείνο το ψυχρό σου μήνυμα. Κάθε χρόνο θα θυμάσαι πόσο σκληρός ήσουν απέναντί μου.
Να σαι καλά λοιπόν και να προσέχεις. Αυτή ήταν η απάντησή μου στο δικό σου μήνυμα. Κράτα το αυτό το “να προσέχεις”, γιατί ένας από τους δυο μας, ήταν άνθρωπος και ένιωσε.
Join the discussion