Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Πάμε μου λες απλώνοντάς μου το χέρι, σαν να ζητάς να σου ακουμπήσω μια καρδιά.
Μια καρδιά που, με ένα σου πάμε, λες και θέλει να σπάσει κάθε μυ και οστό και να πεταχτεί.
Να σπάσει όσα δεσμά και ας πεθάνει πέφτοντας στο πάτωμα.
Πάμε μου λες και με ένα σου πάμε, λες και σκοτείνιασε από πυκνό καπνό το μυαλό.
Σαν τρένο κάθε τσαφ ένα ναι και στο τσουφ γίνεται όχι.
Και μέρα με την ημέρα να μεγαλώνει αυτή η αιθαλομίχλη με κάτι που είπες ή κάτι που δεν είπες.
Πάμε μου λες απλώνοντάς μου το χέρι και η ψυχή το δέχεται σαν κάλεσμα για χορό.
Μια ψυχή που συγκρατεί την καρδιά να μείνει στην θέση της και καθησυχάζει το μυαλό ότι το ταξίδι έχει σημασία.
Πάμε μου λες.
Και μέσα μου διαλύονται και δημιουργούνται νέα σύμπαντα την ίδια στιγμή.
Πάμε μου λες.
Και τρέμουν τα γόνατα να κάνουν αυτό το βήμα.
“Πάμε;” μου είπες.
Και έτσι απλά ήρθα.
Να χορέψουμε ένα ακόμα τανγκό.
Ίσως το τελευταίο.
Και τι σημασία έχει;
Μου φτάνει που ξέρει ακόμα η ψυχή τα βήματα.
Λοιπόν, τι λες;
Πάμε;