Γράφει η Βασιλική Κοτλίτσα
Ήταν Κυριακή και έξω έβρεχε πολύ. Η σιωπή τρυπούσε τα σωθικά μου και οι σειρήνες ακούγονταν από παντού σαν βολίδες πολέμου. Οι στάχτες από το τζάκι γέμισαν το δωμάτιό μου με σκόνη, και ύστερα σιωπή. Σιωπή από παντού να σημαδεύει τη ζωή μου.
Όλο τον καιρό σε έψαχνα, και σε έχασα μια παγωμένη Κυριακή. Πάντα τη φοβόμουν αυτή τη μέρα, είχε μέσα της μια μελαγχολία, μια λύπη αλλόκοτη και μια απελπισμένη μοναξιά. Ρουφούσε ενέργεια από το σώμα μου και σκέπαζε το μέσα μου με απελπισία για το αύριο που θα ξημερώσει. Είχε μια ψύχρα ανυπόφορη και ένα παράπονο, που με ακολουθούσε πάντα κάθε φορά που θα ερχόταν, και με έκανε να κρύβομαι πίσω από λέξεις και συναισθήματα που με έπνιγαν.
Η ανάμνησή της ακόμα καίει τη ψυχή μου, κάθε φορά που φτάνει. Μαζί με την απέχθεια της μέρας έρχεται και η απουσία σου και με σκοτώνει. Αυτή τη φορά όμως την περιμένω δυνατή και αλώβητη. Είμαι έτοιμη να τη δεχτώ και να την καλωσορίσω. Μέρα είναι, σκέφτομαι, θα περάσει όπως περνάνε και τα χρόνια που έρχονται και φεύγουν. Όλα μέχρι το βράδυ θα έχουν ηρεμήσει.
Έφυγες και εσύ, όπως φεύγει και αυτή η Κυριακή που έρχεται. Ένας θάνατος είναι η αγάπη. Ένας θάνατος χωρίς επιστροφή, που σε σημαδεύει για να μπορεί να ζήσει.