Γράφουν η Ισμήνη Καραλή και η Σοφία Παπαηλιάδου
Η Ισμήνη Κάραλη και η Σοφία Παπαηλιάδου, ανοίγουν το inbox τους, και μιλάνε για τι άλλο;
Για τον άντρα και τον έρωτα..
Πού να `βρω ένα ζεϊμπέκικο για να σου το χορέψω… θυμάσαι όταν το πρωτοακούσαμε Ισμήνη;
Εξομολόγηση και ύμνος μαζί είπαμε εκείνο το βράδυ!
Θυμάμαι..
Στο Ηρώδειο.
Τι να ήθελε να πει ο Λευτέρης βρε Σοφούλα;
Γιατί αναρωτιέται που να ‘βρει ένα ζεϊμπέκικο;
Γιατί το σωστό ζεϊμπέκικο, χορεύεται για μία…
Κι ο Λευτέρης 60 και χρόνια, όλα του τα ζεϊμπέκικα κι όλους του τους ύμνους, γι’αυτή τη μια τα έγραψε..
Λες να ψάχνει εκείνο το ζεϊμπέκικο που το χορεύουν μόνον τα βαριά σερνικά, τα πεντακάθαρα;
Μα μόνο ένα τέτοιο σερνικό μπορεί να βάλει το σακάκι αναρριχτά, να κλείσει τα μάτια και να προσευχηθεί για εκείνη..
Γιατί το ζεϊμπέκικο, είναι η προσευχή του άντρα..
Καλύτερη λέξη δε θα ‘βρισκε κανείς!
Προσευχή είναι για τον άντρα αυτός ο χορός.
Και γιατί να σηκωθεί επάνω να χορέψει ένας τέτοιος άντρας;
Για να κάνει επίδειξη;
Ανάγκη δεν έχει καμία.
Είναι από μόνος του μια δύναμη ασυγκράτητη.
Δε θέλει να φαίνεται, λάμπει.
Μόνο για τη γυναίκα του θα μπορούσε να χορέψει την προσευχή του στο Θεό.
Κι αν θες να προσευχηθείς, κλείνεις τα μάτια, χορεύοντας απλά με την ψυχή του. Λιτά κι απέριττα. Δωρικά. Γιατί εν τέλει αυτό είναι το ζεϊμπέκικο. Μια στιγμή για πάρτη σου και για εκείνη. Για σένα κι ότι κουβαλάς μέσα στην ψυχή σου. Αν θες φιγούρα και χρυσόσκονη κάνε κάτι άλλο. Είπαμε. Είναι ο χορός του αετού. Όχι του παγωνιού.
Ναι.
Και χορεύεται νύχτα, στη σιωπή.
Όχι σε πίστες, όχι μπροστά στο πόπολο.
Μόνο μπροστά σε κείνην.
Κι αυτή να ‘ναι γονατιστή, να ‘χει να σηκώνει ψηλά το κεφάλι και να τον θαυμάζει.
Θέλει ψυχή να σηκώσεις τα χέρια και να κάνεις επίκληση στους θεούς να σε κοιτάξουν.
Θέλει μαγκιά να την κάνεις να σηκωθεί από τη θέση της, από το θρόνο της και να γονατίσει μπροστά σου. Θέλει αντρίκια αγάπη, καθαρή για να την κάνεις να σταθεί μπροστά σου και να σε θαυμάσει μπροστά σε όλους. Να σε ορίσει βασιλιά της σε έναν θρόνο που είχε εξ’αρχής το όνομά σου εκεί χαραγμένο και η μοίρα πρόσταξε ή εσύ ή κανείς.
Θέλει καθαρή ματιά για να την κοιτάς κατάματα και να θρηνείς μέσα από το ζεϊμπέκικο που θα χορέψεις.
Αυτά που λες και για τον άντρα και για τη γυναίκα στα πόδια του, δεν είναι για τον καθένα..
Θέλει να είσαι σερνικό πεντακάθαρο για να βάλεις μία μόνο στην ψυχή σου και θέλει να ‘σαι γυναίκα ατόφια για να γονατίσεις στα πόδια του.
Τους άλλους, τους πολλούς, τους τρώει ο εγωισμός τους και γερνάνε λίγοι.
Γι’αυτό και το ζεϊμπέκικο δεν είναι για τον καθένα.
Είναι θρήνος, ύμνος κι εξομολόγηση..
Σαν αυτή που είδαμε εκείνο το βράδυ από το Λευτέρη κι ας τον κράταγαν δυο για να σταθεί στα πόδια του.
Ο σεβασμός και η υποταγή στο συναίσθημα κερδίζονται.
Δεν απαιτούνται, δεν επαιτούνται, δεν παραχωρούνται.
Κερδίζονται. Από λίγους. Για λίγους.
Για εκείνους που αποφάσισαν πως το τέλος θα τους βρει σε ένα μαξιλάρι.
Πάψε!
Ποιος σου την έμαθε αυτήν τη φράση;
Αυτά είναι περασμένα μεγαλεία άλλων καιρών!
Τώρα οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν στο ίδιο μαξιλάρι.
Το παίρνουν απόφαση και πεθαίνουν μόνοι τους ή σε ξένα μαξιλάρια!
Η ίδια η ζωή… και τα ξένα μαξιλάρια, και οι μοναχικοί καβαλάρηδες, δεν είναι γι’αυτή τη ζωή.
Σε αυτή την ζωή, αξίζει η μάχη για το μαζί. Αξίζει να παλεύεις, για ένα λευκό μαξιλάρι, κεντητό, που θα ακουμπουν δυο, θα ονειρευόνται δυο και θα μοιράζονται ένα “μαζί”.
Αυτοί οι δυο, που λίγο πριν, εκείνος προσευχήθηκε για εκείνη.. μέσα από ένα ζεϊμπέκικο βαρύ κι αντρίκιο, κι εκείνη κατέβηκε από το θρόνο της για να σταθεί μπροστά του.
Να κατέβει αδελφή.
Αυτό είναι το όνειρό της.
Γι’ αυτό γεννιέται η γυναίκα η γνήσια.
Για να κοιτάξει έναν άντρα να τα λέει στο Θεό χορεύοντας.
Και να πέσει σ’ ένα μαξιλάρι κεντητό με τ’ όνομά του, να ζήσει έρωτα και θάνατο.
Κι αυτός που έχει την βαριά ευθύνη να είναι ο άντρας της, μη γελιέσαι!
Γι’ άλλο λόγο δε γεννήθηκε!
Γι’αυτό κι εκείνη, γεννιέται για να είναι η γυναίκα του, εκείνη που θα μιλάει στην ψυχή του, θα ζει στο μυαλό του και θα ξαναγεννιέται κάθε ξημέρωμα στους πόθους του.
Μόνο έτσι αξίζει.. γιατί αν δεν είναι αυτό, ας μην είναι τίποτα.
Ναι.
Αν αυτός δεν στέκεται στο ύψος του, νταής μ’ ανάριχτα σακκάκια, ας μην είναι τίποτα.
Κι αυτή αν δε ξέρει να γονατίσει, ας μην είναι τίποτα.
Από ρομάντζα διαλογής, γέμισε ο ντουνιάς.
Κατάλαβες τώρα για ποιους έγραψε ο Λευτέρης;
Για εκείνους τους δυο, που θα ορίσει η ζωή άξιους και η μοίρα θα τους ευλογήσει να το ζήσουν..
Ε τι περίμενες;
Που θα καθόταν ο Λευτέρης να ‘γράφε για τον πάσα έναν;
Ιστορία έγραφε.
Η ιστορία γράφεται λοιπόν για εκείνους τους λίγους, τους σπάνιους, τους γεναίους και τους ερωτευμένους!
Κράτα το «γενναίους»
Δωρική λιτότητα.
Θα αναλύσουμε την επόμενη φορά τι είναι ο γενναίος και πώς ζει, πώς φοβάται και πώς στέκεται στη ζωή!
Join the discussion