Γράφει η Μοσχούλα Σολάκη
Πού ήταν όλες εκείνες τις βραδιές που κουκουλωμένοι με μια κουβέρτα στον καναπέ κοιτούσαμε τους τοίχους;
Πού ήταν όταν παλεύαμε να ζεστάνουμε τα μέσα μας, όταν ο φόβος είχε πιάσει ταβάνι;
Όλες εκείνες τις νύχτες τις αξημέρωτες που είχαμε τόση ανάγκη να μας ρωτήσει κάποιος πως ήταν η μέρα μας, δε φάνηκε κανείς τους.
Μονάχα το γνώριμο βουητό των σκέψεων σου, ήταν εκεί. Αυτό δεν έλεγε να ξεμακραίνει ρούπι.
Τα αποτσίγαρα να πιέζουν το ασφυκτικά γεμάτο τασάκι, το δωμάτιο να ξερνάει αλκοόλ, η αγάπη σου για ακόμη μία βραδιά είχε μείνει αξόδευτη και όμως πάλι κανένας δεν αναρωτήθηκε πως ζεις.
Η μυρωδιά των καμένων ονείρων αποπνικτική..
Στάχτη παντού και δυσωδία.
Κι αυτές τις μελανιές που άφησε η μοναξιά στο σώμα, μην απορείς κανείς τους δεν τις πρόσεξε.
Δεν έχουν χρόνο οι άνθρωποι για τέτοιες πολυτέλειες, αρκούνται στο «καλά» σου και ξεμπερδεύουν.
Που τώρα χρόνος για περαιτέρω αναλύσεις!
Όλοι τρέχουν, τρέχουν να προλάβουν να ξεφύγουν μη τύχει και προφτάσουν και νιώσουν.
Βαρύ το νιώσιμο!
Ποιος νοιάζεται;
Ποιος ασχολείται;
Κενό και χάος.
Είναι εκείνες οι φορές που αν πεθάνεις, αναρωτιέσαι αν θα σε ψάξει και κανείς..
Join the discussion