Γράφει η Κατερίνα Κυπρίου
Είναι κάτι στιγμές που θέλω να σε πάρω μια αγκαλιά και να σε παρηγορήσω, μα δεν μπορώ. Είναι κάτι στιγμές που νιώθω την ανάγκη να κλάψω μαζί σου για τα γκρεμισμένα σου όνειρα και να σου πω ότι τίποτα δεν χάθηκε, όλα είναι εδώ και σε περιμένουν, αλλά αδυνατώ. Είναι φορές που θέλω να σε πάρω απ’ το χέρι και να σε πάω μια βόλτα στην παιδική χαρά, να νιώσεις πως είσαι και πάλι παιδί, μα βλέπω ότι δυσκολεύεσαι. Είναι στιγμές που θέλω να κάνω τον καραγκιόζη μόνο και μόνο για σε δω επιτέλους να γελάς, μα το γέλιο παγώνει στα χείλη σου. Είναι και κάτι στιγμές που αλήθεια προσπαθώ να σε καταλάβω και ίσως να σε δικαιολογήσω, μα δε βρίσκω καμία δικαιολογία γι’αυτό που σου συμβαίνει φιλενάδα.
Κάτι τέτοιες στιγμές λοιπόν, το μόνο που θέλω είναι να αρχίσω να ουρλιάζω, μπας και μ’ ακούσεις. Να σε βουτήξω από τους ώμους και να σε ταρακουνήσω, μπας και ξυπνήσεις απ’ τον λήθαργο που έχεις πέσει. Να πιάσω με τα χέρια μου το κεφάλι σου και να σε αναγκάσω να με κοιτάξεις! Κάτι τέτοιες στιγμές που σου μιλώ και με κοιτάς χωρίς να με βλέπεις, θέλω να σου δώσω δύο χαστούκια απανωτά μπας και ξυπνήσεις. Θέλω να σε σύρω απ’ τα μαλλιά, να σε πάω μπροστά σε έναν καθρέφτη και να σε αναγκάσω να δεις αυτό που τόσο καιρό αρνείσαι να δεις, τον εαυτό σου. Θέλω να τον κοιτάξεις και να δεις το θλιμμένο βλέμμα σου. Θέλω να τον κοιτάξεις και να του εξηγήσεις πού πήγε το χαμόγελό σου. Θέλω να κοιταχτείτε και να του πεις ακόμα ένα ψέμα ότι είσαι καλά. Μα αυτή τη φορά μην προσπαθήσεις να τον πείσεις, δεν σε πιστεύει πια!
Γιατί βρε κορίτσι μου, πες μου γιατί; Γιατί αφήνεις κάποιον να σε διαλύει και να κομματιάζει την ψυχή σου; Γιατί τον αφήνεις να σου ρημάζει καθετί όμορφο και αληθινό που έχεις μέσα σου; Γιατί που να πάρει προσπαθείς να του αποδεικνύεις συνεχώς ποια είσαι και τι κάνεις;
Κορίτσι μου άκου…
Εσύ πέρασες μέσα απ’την κόλαση, μα βγήκες ζωντανή. Πάλεψες με Θεούς και δαίμονες, μα τους νίκησες. Γέμισες το σώμα και την ψυχή σου με πληγές, αλλά κατάφερες και τις έκλεισες κι ας σου έμειναν τα σημάδια. Σηκώθηκες απ’ τα πατώματα και έστησες με πείσμα μια ζωή απ’την αρχή, μα καθόλου δε φοβήθηκες. Τίποτα δεν σου χαρίστηκε και ό,τι απέκτησες, το έκανες δικό σου με απίστευτο κόπο και με μια θέληση αντρίκια! Δε δίστασες στιγμή να πέσεις στα βαθιά κι ας υπήρχαν δίπλα σου καρχαρίες που ακόνιζαν τα δόντια τους.
Και τώρα τι; Άντεξες όλα αυτά για να έρθει κάποιος άλλος να σε αποτελειώσει; Κι εσύ θα του το επιτρέψεις; Που πήγε λοιπόν το πείσμα και η δύναμη σου; Κι εκείνα τα όνειρα που μου ‘λεγες πως είχες, θα τα αφήσεις να σβήσουν έτσι άδοξα; Η αξιοπρέπειά σου ανύπαρκτη, απούσα; Που πήγε μωρέ η θέλησή σου για ζωή, που χάθηκε εκείνο το χαμόγελο που λάτρεψα, μου λες;
Πουθενά κορίτσι μου! Στη μέση του πουθενά βρίσκεσαι, να ελπίζεις σ’ ένα ψέμα. Να προσπαθείς να εξηγείς τη συμπεριφορά του και να ‘χεις μια έτοιμη δικαιολογία γι’ αυτόν. Να παλεύεις με την αρρωστημένη φαντασία του και να προσπαθείς να τον γιατρέψεις. Να δίνεις όλο σου το είναι σε έναν άνθρωπο ανίκανο να δει και να νιώσει κάτι άλλο, πέρα απ’ το τεράστιο εγώ του. Να σε υποτιμά, να σε κατακρίνει, να σε βιάζει ψυχικά κι εσύ να το ανέχεσαι. Να γεμίζεις με τρόμο κάθε φορά που έρχεται ένα θυμωμένο μήνυμα στο κινητό σου και να ψάχνεις να βρεις τρόπους για να καθησυχάσεις την καλπάζουσα φαντασία του.
Κι εσύ εκεί, να χάνεσαι μαζί του.
Κι εσύ εκεί, να σε αφανίζει και να συναινείς.
Κι εσύ εκεί, να μπαίνεις μπροστά για να τον προστατεύεις.
Κι εσύ εκεί, να μένεις, αντί να τρέξεις να σωθείς!
Μα βρες μου έναν ρημάδι λόγο που ακόμα αντέχεις!
Πες μου έναν γαμημένο λόγο που επιλέγεις να πεθαίνεις…