Γράφει ο Nick Murdoch
Πόσο κοστίζει μια στάλα μπέσας ; Που πουλάνε φιλότιμο ; Μη με κοιτάς, τι να τη κάνω την απάντηση σου, κράτησε την για τον εαυτό σου, τώρα πια είναι αργά και θα μάθεις και εσύ όπως έμαθα και εγώ πως η λέξη φίλος σημαίνει περισσότερα από όλα όσα πίστεψες ποτέ σου.
Εσύ και εγώ δεν είμαστε το ίδιο, ποτέ δεν ήμασταν. Όσο εγώ κάλυπτα τα νώτα σου εσύ έσκαβες το λάκκο μου, κάθε μέρα που περνούσε με πρόδιδες λίγο περισσότερο για μια φθηνή στιγμή χαράς, μια χαρά μαύρη, γεμάτη μίσος για έναν φίλο που σου στάθηκε. Πόσο καιρό καταπίεζες τα συναισθήματα σου ; Πόσο καιρο σου πήρε να βρείς τα κότσια για να επαναστατήσεις απέναντι σε μια φιλία αντρίκια ;
Πόσα βράδια λύγισες και ευχήθηκες να μην με είχες ποτέ σου φίλο, ποτέ σου αδερφό, πόσες νύχτες ευχήθηκες να αντάλλαζες τη μίζερη ζωή σου ;
Πίστεψες πως με τιποτένιες μηχανορραφίες και ραδιουργίες θα νικούσες, πίστεψες σε μια στιγμή διαύγειας πως τα κατάφερες. Με είδες να πέφτω και πανηγύρισες τη νίκη σου μια βιάστηκες. Πότε η δηλία και το ψέμα νίκησαν το δίκαιο ; Πότε το σκοτάδι έπνιξε το φώς ; Πώς τόλμησες να σκεφτείς εσύ, ο ποταπός κύριος της προδοσίας , πως θα έμενα για πάντα κάτω. Μου έμαθαν καλά , άνθρωποι που με αγάπησαν, να στέκομαι στα πόδια μου, να ξεπερνώ τις δυσκολίες και να σηκώνομαι μονάχος μου.
Μου έμαθαν να δίνω το χέρι μου στους αδύναμους, να χαμογελάω στους χαζούς και να κοιτάω κατάματα τους εχθρούς μου. Σαν κάποτε τα βλέμματα μας θα συναντηθούν θα καταλάβεις την οργή μου, θα νιώσεις την δύναμη μου και θα εισπράξεις τον οίκτο μου. Γιατί αν κάτι έμαθα καλά, είναι πως σε ρετάλια σαν και του λόγου σου κάθε τίμιο βλέμμα είναι δυό φορές τιμωρία.
Θα σου πω δυό τελευταίες κουβέντες τώρα, εδώ, στο πλήρωμα του χρόνου και θα σε απαλλάξω από τη μιζέρια μου λοιπόν. Τη φιλία δεν την ψάχνεις, την κερδίζεις, από τον φίλο συμφέροντα δεν θα έχεις, πάντα θα μαθαίνεις να δίνεις χωρίς να ζητάς αντάλλαγμα, η φιλία δεν είναι εμπόριο, είναι ανιδιοτελής αγάπη.
Δεν θα σου ευχηθώ τίποτα παλιέ μου φίλε, διάλεξα να μείνω στις σκιές και να μιλήσω με τη σιωπή μου, όμως μπρός στην αδικία η οργή μου ξεχείλισε σαν θύελλα στον χειμωνιάτικο ωκεανό. Κοίτα με, στέκομαι εδώ, μπροστά σου. Δεν κατάφερες να με ρίξεις τότε και δεν θα με ρίξεις ξανά ποτέ. Πλέον ξέρω.
Ξέρεις και εσύ τώρα πια, πως κάθε φορά που θα μηχανορραφείς, εγώ θα είμαι εκεί.
Join the discussion