Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Το παιχνίδι έδειχνε χαμένο!
Άλλη μια χαμένη αγάπη ξεψυχούσε και έμοιαζε να πεθαίνει, να τελειώνει και να περνάει στο παρελθόν.
Αυτοί οι δυο που κάποτε έδειχναν αχώριστοι, τώρα ήταν χωριστά. Δυο κορμιά μονά τους ήταν, δυο ψυχές ντροπιασμένες, που κουβαλούσαν μέσα τους μια αγάπη που έμοιαζε άσφυγμη και κλινικά νεκρή. Που κουβαλούσαν ένα βάρος στο στήθος, μια πληγή στην καρδιά τους και μια κρυφή και φιμωμένη από τον εγωισμό επιθυμία. Ο κάθε ένας σιωπηλός και συμβιβασμένος σε μια ανούσια και βαρετή ζωούλα.
Εκείνη θολωμένη από θυμό, από ζήλια και εγωισμό, γέμιζε τον χρόνο της για να μην σκέφτεται, για να μην θέλει. Πάλευε μέσα της να πείσει τον εαυτό της ότι δεν τον χρειάζεται. Τον σκότωνε λίγο λίγο, τον διέγραφε και τον εξόντωνε χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ταυτόχρονα, σκότωνε, διέγραφε, εξόντωνε τον ίδιο της τον εαυτό. Φίμωνε με ένα θυμό και έναν εγωισμό, συναισθήματα που προσπαθούσαν να ελευθερωθούν από μέσα της.
Εκείνος, ένας ζωντανός νεκρός. Ένας πόνος είχε καθίσει πάνω του και είχε γίνει ένα με εκείνον. Ένας καημός τον ξαγρυπνούσε και δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Μια μοναξιά τον πλάκωνε και δεν τον άφηνε να ανασάνει.
Εκείνος ένας μισός άνθρωπος, ένα άδειο κουφάρι που ζούσε μηχανικά. Προσπάθησε πάρα πολύ να της αλλάξει γνώμη, να την κάνει να καταλάβει ότι είχαν κάνει ένα τεράστιο λάθος.
Προσπαθούσε να την γυρίσει πίσω και όσο οι προσπάθειες του δεν έφερναν αποτέλεσμα τόσο ο θυμός μαζευόταν μέσα του. Όσο έπεφτε πάνω στον τοίχο της και την πεισματική της άρνηση, τόσο έχανε τον εαυτό του και γινόταν κάτι άλλο. Ένας θυμός ολόκληρος ήταν πια και δεν άντεχε, ούτε μπορούσε να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση. Τα βράδια του, είχαν γίνει εφιάλτες, αλκοολικοί εφιάλτες! Οι μέρες του βασανιστήριο και πόνος, ατέλειωτος πόνος.
Ώσπου κουράστηκε! Κουράστηκε να νιώθει προδομένος, να νιώθει ότι φταίει, να νιώθει ότι προσπαθεί μάταια.
Μα ποτέ του δεν κουράστηκε να την αγαπάει, και να την σκέφτεται.
Έτσι, συνέχισε την ζωή του χωρίς εκείνη. Δοκίμαζε σχέσεις που πάντα κατέληγαν σε χωρισμούς. Σχέσεις εκδίκησης. Σύντομες και μικρές σχέσεις, που καμιά τύχη δεν είχαν εκ των προτέρων. Καμιά σχέση δεν μπορούσε να του δώσει λίγη χαρά, καμιά δεν τον γέμιζε και δεν μπορούσε να τον κάνει να την ξεχάσει. Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κάνει να την αφήσει πίσω και να προχωρήσει μπροστά. Τίποτα δεν έμοιαζε με εκείνη.
Το μόνο πράγμα που του γέμιζε την ψυχή του ήταν η σκέψη της, ήταν μια κρυφή και άναρχη επιθυμία για να την ξαναδεί. Και τα γραπτά του!
Τα γραπτά που ξεκίνησε να γράφει μετά τον χωρισμό τους. Να βγάζει τα δυνατά του συναισθήματα πάνω σε κόλλες χαρτιού. Ξεκίνησε να αποτυπώνει τον έρωτα, τον θύμο, την απόγνωση, την επιθυμία, και τον χωρισμό σε λέξεις που ξεπηδούσαν από μέσα του, σαν παραπονεμένα παιδιά και να ξεσπάει εκεί. Έγραφε και την σκεφτόταν. Έγραφε και περίμενε…
Και ο καιρός περνούσε και αντί να ξεθωριάζει, γινόταν όλο και πιο δυνατή η ανάγκη και των δυο να ξανά ανταμώσουν, να ξανά αισθανθούν, να ξανά ζήσουν. Να την ξανά δει και να τον ξανά δει!
Όμως πάντα ο εγωισμός και ο θύμος τους έβαζε φρένα.
Ένα βράδυ ζόρικο, εκείνος δεν είχε ύπνο, δεν τον χωρούσε το σπίτι και πήρε τους δρόμους. Άρχισε να περπατά σαν χαμένος, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει, απλά περπατούσε. Έτσι, δίχως να το καταλάβει, κάποια δύναμη τον οδήγησε στο παγκάκι. Στο παγκάκι που είχαν αρχίσει όλα. Στο δικό τους παγκάκι!
Ήταν εκεί!
Την είδε καθισμένη και κόπηκαν τα πόδια του, τον είδε και πάγωσε ολόκληρη.
Την πλησίασε και έμεινε εκεί απέναντι της, να κοιτάζονται στα μάτια, αμίλητοι και παγωμένοι. Με τα βλέμματα τους να βγάζουν φωτιές, να καίνε τα πάντα! Με τις καρδιές τους να κοντεύουν να σπάσουν! Με μια λαχτάρα να ουρλιάζει σιωπηλά μέσα τους.
Βρήκε το κουράγιο και την αγκάλιασε, την έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του που της έκοψε την ανάσα. Λύτρωση!
Πήρε μια βαθιά ανάσα να γεμίσει τα μέσα του με το άρωμα της, να γεμίσει κάθε παραπονεμένο του κύτταρο από εκείνη. Φίλησε τον λαιμό της και σχεδόν βουρκωμένος της ψιθύρισε στο αυτί…
– Πάμε;
– Που να πάμε;
Τον ρώτησε.
– Να φτιάξουμε μια γωνιά κατά δική μας!
Πάμε κάπου που τα όνειρα θα έχουν ανάσες, θα έχουν οξυγόνο.
Κάπου, που το γέλιο θα έχει χρώμα και το δάκρυ δεν θα ντρέπεται.
Κάπου, που οι άνθρωποι θα ξέρουν να αγκαλιάζουν και θα θέλουν να αγκαλιάζονται.
Κάπου, που η βροχή θα πλένει και δεν θα δέρνει, που ο ήλιος θα ζεσταίνει χωρίς να καίει.
Πάμε κάπου που τα παράθυρα ορθάνοιχτα θα είναι και οι πόρτες δεν θα έχουν κλειδαριές.
Πάμε ψυχή μου!
Εκεί που τα κρεβάτια θα τα στρώνει ο έρωτας και η αγάπη, όνομα θα έχει… το δικό σου όνομα!
– Πάμε όπου θες ζωή μου!
Του απάντησε.
Γιατί, πότε τα “πρέπει” νικήσαν τα “θέλω”;
Γιατί, πότε η φωτιά του έρωτα σταμάτησε με φωτιά;
Join the discussion