Γράφει η Kate Hilverost
Τι μας ενώνει και τι μας χωρίζει, αυτό σκεφτόμουν για χρόνια. Άπειρα χιλιόμετρα και άπειροι φόβοι και κάπως έτσι διστάζουμε και λίγο έως πολύ δειλιάζουμε.
Αποφάσισα μετά από καιρό να κάνω ένα ταξίδι μόνη μου. Να βρεθώ σ’ ένα αγαπημένο μέρος που θα δω γνώριμα πρόσωπα, θα συζητήσω, θα ξεχαστώ και κυρίως θα είμαι ελεύθερη και μόνη από σκέψεις, προβλήματα και υποχρεώσεις, τι καλύτερο λοιπόν από το μέρος στο οποίο σπούδαζα. Το είχα ανάγκη, μια στο τόσο το έχω ανάγκη, μόνο εκεί γαληνεύω.
Ημέρα πρώτη και όλα κυλούν ομαλά. Απολαμβάνω τον ήλιο, τη βόλτα στο λιμάνι, για μπάνιο ο καιρός δεν είναι, αλλά και μόνο η ζεστή μέρα που αρκεί για να απολαύσω τον καφέ, το παγωτό και κυρίως την ησυχία μου.
Είχα μόλις βγει από το αγαπημένο μου παγωτατζίδικο. Παγωτό κάστανο και μάνγκο, ναι οκ ξέρω, δεν είναι και ο καλύτερος συνδυασμός, αλλά είναι οι αγαπημένες μου γεύσεις, να μην έτρωγα; Ας επανέλθω στο θέμα. Δεν είχα προλάβει να φάω δυο κουταλιές μέχρι τη στιγμή που έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Στο πιο άκυρο μέρος, συναντώ τον πιο άκυρο άνθρωπο.
Τι κάνει αυτός εδώ;
Η πρώτη σχέση μου, κάπου στα δεκαοκτώ. Το αγοράκι που παράτησα για να πάω να σπουδάσω, στο μέρος που σπούδαζα; Τι κάνει εδώ;
«Γεια σου τι κάνεις, όλα καλά» και «Ναι ναι ναι, όλα καλά» και μπλα μπλα μπλα…
Ξεχάστε το. Ξεχάστε και την ηρεμία και τις διακοπές και όλα.
Θα σας πω τα πιο σημαντικά, είναι πλέον γιατρός και ζει μόνιμα εδώ και δουλεύει τους τελευταίους έξι μήνες.
Πολύ παράξενο συναίσθημα. Ο πρώτος μου έρωτας στο μέρος που έγινε η αιτία να χωρίσουμε. Χάρηκα που τον είδα μετά από τόσα χρόνια και που είναι καλά. Ίσως ήταν και μια ευκαιρία να απολογηθούμε και λίγο για τα περασμένα. Τώρα για τι ακριβώς να απολογηθείς μετά από μια δεκαετία… άγνωστο.
Από εκείνη τη στιγμή και με την πρώτη ευκαιρία όταν είχε χρόνο ερχόταν να με βρει. Το τελευταίο βράδυ με κάλεσε σπίτι του για φαγητό. Είχε υπέροχη θέα από το μπαλκόνι του, όλο το λιμάνι. Το φαγητό υπέροχο, είχε μάθει να μαγειρεύει. Το κρασί μαζί με τη συζήτηση κατέβαινε σα νερό, μια γουλιά ακόμη, ένα ποτήρι ακόμη, ένα μπουκάλι ακόμη πριν έρθει το πρωί και η ώρα της επιστροφής μαζί. Δεν με ένοιαζε που κρύωνα. Τόσο κύριος, το κατάλαβε, μου έφερε ένα κουβερτάκι για να σκεπαστώ, εκείνο που του είχα κάνει δώρο, τρομερό, το είχε ακόμη.
Είναι από τις λίγες φορές στη ζωή μου που παρακαλούσα αυτό το κρασί να μην τελειώσει. Γουλιά και ανάμνηση, το πρώτο φιλί, το πρώτο καρδιοχτύπι, οι πρώτοι καυγάδες, ο πρώτος έρωτας. Κι άλλη μια φορά μέσα μου παρακαλούσα να μην τελειώσει το κρασί. Λες και θα λυνόντουσαν τα μάγια, θα ερχόταν ο κακό ο λύκος και θα τελείωνε χωρίς happy end το παραμύθι.
Έχουν δίκιο που μνημονεύουν όλοι οι τρανοί τον πρώτο έρωτα. Σαν εκείνον άλλος δεν θα υπάρξει. Τρομάζεις και μόνο στη σκέψη ότι τόσα πολλά και βαθιά συναισθήματα σε κατακλύζουν. Τόσα πολλά, δεν τα γνωρίζεις.
Η βραδιά έκλεισε στις έξι το πρωί, επειδή στις επτά έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο.
Μια αγκαλιά, τόσο θερμή, όσο καμία άλλη, το ίδιο αθώα όπως και τότε και ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Ίσως μαζί και μια υπόσχεση για μια επόμενη συνάντηση κάπου τώρα, σύντομα, την άλλη βδομάδα βασικά που θα ανέβει στην Αθήνα για κάτι δουλειές.
Ο πρώτος έρωτας που λέτε…. μπορεί και να επέστρεψε ή μήπως ήπια πολύ και δεν θυμάμαι τι στ’ αλήθεια έγινε;
Join the discussion