Γράφει ο Κώστας Ανδρεόπουλος.
Αχ, αυτή σου η βιτρίνα.
Άθραυστη, καλοστημένη, στολισμένη με τα καλύτερα και πιο επιφανειακά σου στολίδια.
Να δείχνεις πάντα καλά, να δείχνεις δυνατή και ετοιμόλογη, να μην αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω.
Να είσαι πάντα αφοπλιστική, να αυτοσαρκάζεσαι και να σχολιάζεις τα πάντα με θράσος έστω και καλόβουλα!
Να γελάς δυνατά με εκείνο το διαπεραστικό σου γέλιο, το αυθεντικό.
Κι εγώ να αναρωτιέμαι συνεχώς.. μέσα σου τι γίνεται μάτια μου;
Γιατί εγώ ξέρω πως όλο αυτό, είναι μια άμυνα κι όσο κι αν το αρνηθείς, θα είναι ψέματα και το ξέρεις.
Αναρωτιέμαι τι να κάνεις όταν είσαι μόνη σου.
Όταν βρίσκεσαι μακριά από εκείνους που “πρέπει” να σε δουν δυνατή και ανεξάρτητη.
Μακριά από εκείνους που θα σταθούν για λίγο και θα ακουμπήσουν πάνω σου, για να τρέξεις εσύ γι’αυτούς.
Να ασχοληθείς εσύ με αυτούς ή για αυτούς.
Να τους ξελασπώσεις εσύ ακόμα μια φορά και ενίοτε να σε κακολογήσουν κιόλας!
Σε έβαλα σε σκέψεις πάλι;
Ξέρω πως κι εσύ τα έχεις σκεφτεί κατά καιρούς αυτά κι αναρωτιέσαι, θυμώνεις και σπας!
Μα δεν καταλαβαίνεις πως φταις γι’αυτό που συμβαίνει!
Εσύ δίνεις την εικόνα αυτή κι εγώ αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι όταν γυρίζεις με το αυτοκίνητο από τη δουλειά..
Όταν η μουσική σπάει τη σιωπή σου και ο αέρας σου χαϊδεύει τα μαλλιά.
Αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι τη νύχτα στο κρεβάτι, εκεί που γυρνάς και πάλι μόνη, αγκαλιά με τη λευκή σου παρέα.
Τι σκέψεις κάνεις εκεί;
Δεν κουράστηκες να μην μοιράζεσαι ποτέ;
Δεν κουράστηκες να ρυθμίζεις το χαμόγελό σου, να φοράς τη μάσκα σου και μαζί και το γνωστό σου χαμόγελο και να ξεκινάς πάλι την παράσταση της δυνατής για να δουν όλοι πόσο “δυνατή” είσαι;
Με εμένα, αυτά δεν θα τα κάνεις! Εγώ θέλω να σε δω να κλαις!
Να μου μιλάς για όλα όσα σε στοιχειώνουν.
Να ξεσπάς κι ας κλαις με λυγμούς.
Να σε αγκαλιάζω, να σε φιλάω μέχρι να ηρεμήσεις και να σταματήσεις να κλαις.
Γιατί για εμένα, αυτή είναι η δύναμή σου! Αυτή είναι η απελευθέρωση, αυτή είναι η εκτόνωση και στο τέλος η γαλήνη σου!
Με εμένα μάτια μου, δεν θα κρυφτείς, δεν θα έχεις ανάγκη να κρύβεσαι γιατί εγώ σε θέλω τσαλακωμένη.
Με την ψυχή γυμνή, όπως όταν είσαι μόνη σου!
Σε θέλω στην άμμο και να κοιτάμε τ’αστέρια και τ’αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Σε θέλω αγκαλιά και να μας ζεσταίνει το τζάκι μ’ένα τσιγάρο στο χέρι και κόκκινο κρασί.
Σε θέλω στο αυτοκίνητο, να αλλάζουμε ταχύτητα μαζί και να γελάμε μπερδεύοντας την δευτέρα με την πέμπτη.
Σε θέλω πλάι μου ολόκληρη. Χωρίς μάσκες και προγραμματισμένα χαμόγελα.
Θέλω να μου χαμογελάς, όπως το κάνεις τώρα.
Όπως το κάνεις μόνο σε εμένα.
Η σύσπαση των χειλιών σου, τα φωτεινά σου μάτια. Τα δικά μου μάτια, ομορφιά μου!
Θέλω να μου μιλάς όπως τώρα, που η φωνή σου χρωματίζεται με τους πιο ζωηρούς τόνους!
Θέλω να βλέπω την αμηχανία και τη νευρικότητά σου όταν είμαι απέναντί σου, όπως τώρα.. και να μην μπορείς να με κοιτάς στα μάτια για ώρα.
Να παίζεις με το βλέμμα σου, να το χαμηλώνεις, να ανακατεύεις τα μαλλιά σου.
Κι εγώ θα σε γεύομαι κάθε στιγμή!
Είμαι τυχερός ξέρεις, γιατί εγώ, είδα αυτή σου την πλευρά. Την αληθινή.
Σε είδα ολόκληρη και ακέραια.
Όπως ίσως να μην σε έχει ξαναδεί κανείς.
Σε απομυθοποίησα, έσπασα τη βιτρίνα σου, έψαξα εκεί μέσα στα σπασμένα κι ας μπερδεύτηκα κι ας χάθηκα για λίγο.
Τελικά, κατάφερα και είδα μέσα σου κι αυτή ήταν η πιο γλυκιά σου ήττα.
Κι αυτή ήταν η πιο αναπάντεχη νίκη μου!
Join the discussion