Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Βγήκε στον δρόμο και άρχισε να τρέχει. Δεν υπήρχε κανείς εκείνη την ώρα έξω.
Κάποιοι κοιμόντουσαν, άλλοι ήταν αγκαλιά με τους αγαπημένους τους και έβλεπαν τηλεόραση, άλλοι ξενυχτούσαν στο όνομα μιας αγάπης σε κάποιο παρακμιακό μπαράκι. Στους δρόμους κανείς. Μόνο εκείνη και το φεγγάρι.
Έτρεχε, έτρεχε και δεν ήξερε που ακριβώς ήθελε να πάει. Κάποια στιγμή σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι της προς τα πάνω, το ασημένιο φως του φεγγαριού έλουσε όλη της την ύπαρξη. Σαν να φώτιζε μόνο για εκείνη.
Χαμογέλασε δειλά και άρχισε να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό της με χέρια ανοιχτά και μαλλιά ξέπλεκα. Το λευκό της φόρεμα ανέμιζε και στροβιλιζόταν κι αυτό γύρω της σε μια κίνηση αέναη.
Τώρα γελούσε με την ψυχή της, τραγουδούσε και απολάμβανε την μοναξιά της. Και τα λιγοστά σύννεφα που υπήρχαν στον ουρανό σκόρπισαν σαν την είδαν να χορεύει και να γελάει.
Και όπως στροβιλιζόταν κάποια στιγμή σταμάτησε και έκατσε οκλαδόν στον δρόμο, κάτω από αυτό τον φυσικό προβολέα που φώτιζε μόνο για κείνη τούτο το βράδυ.
Κοιτούσε μια τον άδειο δρόμο και μια το ολόγιομο φεγγάρι.
Μα πόση ομορφιά σε ένα μόνο μέρος;
Άνοιξε τα χέρια της και κοίταξε προς τα πάνω. Χαμογέλασε και φώναξε δυνατά “σε ευχαριστώ”. Ούτε εκείνη ήξερε που το απηύθυνε, μα μια δύναμη την έσπρωξε να το φωνάξει.
Ένιωθε ευγνωμοσύνη, ένιωθε χαρούμενη. Ένιωθε για πρώτη φορά ελεύθερη μετά από καιρό. Ένιωθε τους ώμους της χαλαρούς, χωρίς βάρη και προβλήματα και αυτό της δημιουργούσε μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να φωνάξει, να τραγουδήσει, να γελάσει.
Ανασηκώθηκε από τον δρόμο και ξυπόλυτη όπως ήταν άρχισε πάλι να χορεύει. Δυο μέτρα μπροστά ήταν ένα ζευγαράκι, δεν το είχε δει αλλά δεν την ένοιαζε κιόλας. Εκείνη ήταν ευτυχισμένη. Το ζευγαράκι σιγοντάρισε το τραγούδι της και χαμογελούσε βλέποντάς τη να χορεύει ανέμελη μέσα στη νύχτα.
Δεν ήταν στα μέτρα της εκείνο το βράδυ. Εκείνη είναι μαζεμένο πλάσμα, συγκροτημένο. Μα τούτο το βράδυ όλο της το είναι ήταν ασυγκράτητο. Ενέδωσε στις επιθυμίες της και άφησε τον εαυτό της ελεύθερο μετά από πολύ καιρό.
Όταν οι ρυθμοί της έπεσαν, πήρε τον δρόμο της επιστροφής με ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπο.
“Σε ευχαριστώ” ψέλλισε και πάλι στον άγνωστο παραλήπτη του.