Γράφει η Κορίνα Παπαδοπούλου
Ξημέρωσε πάλι κι εσύ θα πρέπει για άλλη μια ημέρα να ζήσεις σε αυτό τον κόσμο. Σε έναν κόσμο μακριά από τον άνθρωπο που σκέφτεσαι. Με ένα μόνιμο κενό στην καρδιά και στην ψυχή. Με την ελπίδα πως ίσως κάποια πάψει να υπάρχει, ίσως πάψει να πονάει.
Αναρωτιέσαι αν θα είναι για πάντα έτσι. Αν θα πονάει πάντα τόσο γαμημένα πολύ. Με έναν πόνο αλλιώτικο, διαπεραστικό. Έναν πόνο που κανένα παυσίπονο δεν μπορεί να σταματήσει, κανένα ποτό δεν μπορεί να μεθύσει και κανένα ναρκωτικό δεν μπορεί να θολώσει. Γιατί όλα αυτά για εσένα ήταν εκείνος. Ήταν το αλκοόλ που μεθούσε κάθε κύτταρο σου, ήταν το ναρκωτικό σου, η απόλυτη και μοναδική εξάρτηση σου.
Όλοι σου λένε να σταματήσεις να σκέφτεσαι. Έτσι κι εσύ παριστάνεις πως όλα είναι καλά, όλα είναι χαρούμενα. Μακριά του πλέον. Τον έχεις ξεπεράσει. Και άλλη μια μέρα που θα κοροϊδέψεις τους πάντες ξεκινά. Άλλη μια μέρα μακριά του. Όπως ήταν και οι προηγούμενες 398 από τότε που σου έδωσε το τελευταίο σημάδι ζωής.
Πότε ή ποτέ είναι το μεγάλο ερώτημα. Και τελικά το μοναδικό πράγμα που θα ήθελες περισσότερο στον κόσμο αυτόν είναι ένα σημάδι πως κι εκείνος σε σκέφτεται τα βράδια πριν κοιμηθεί, την ώρα που θα ακούσει ένα τραγούδι για κάποιους που ερωτεύτηκαν πολύ μα δεν είναι μαζί, την ώρα που λέει σ’ αγαπώ σε κάποια άλλη ή όταν την έχει στην αγκαλιά του την ώρα που βλέπουν μια ταινία. Θέλεις να ξέρεις αν πετάγεται η μορφή σου στο μυαλό του; Αν θυμάται όσα σου έλεγε. Αν θα ήθελε να έχει εσένα αγκαλιά.
Ξέρεις πως πολύ πιθανόν να μην μάθεις ποτέ, πως αυτή η πληγή θα αφήσει το σημάδι της για πάντα. Μα ελπίζεις. Ελπίζεις πως κάποια μέρα θα χτυπήσει το τηλέφωνο σου και θα είναι εκείνος. Εκείνος που θα σου λέει ‘’θέλω να σε δω’’. Εκείνος που δεν θα φοβάται πλέον να παραδεχτεί πως είναι μεγάλος βλάκας, πως είχες δίκιο που τον φώναζες έτσι και πως είναι ακόμη ερωτευμένος μαζί σου.
Ελπίζεις…