Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Έχω μια δίψα. Για σένα όμως, για σένα. Μου βγάζεις την καλύτερη εκδοχή μου και τρελαίνομαι. Κι αυτή μου η δίψα με σταυρώνει. Δεν ξέρω, τα έχω χάσει εντελώς.
Δεν ξέρω αν τα όνειρά μου φτάνουν σε σένα, αλλά κάθε που βραδιάζει σε νοιώθω πιο μέσα μου.
Τόσο μέσα μου που αδύνατον να ανοίξω τα μάτια.
Βλέπω τα μάτια σου να με κοιτάζουν κι αισθάνομαι όμορφη. Βλέπω τα χείλη σου να με φιλάνε
και αισθάνομαι ποθητή. Βλέπω εσένα κι αγναντεύει ο πόθος μου την θάλασσα των στεναγμών σου. Μόνο γιατί με ποθείς να αντέχω μακριά σου. Μόνο γιατί με θέλεις να υπάρχω.
Να υπάρχω μέσα σου, σαν φωνή, σαν σκιά, σαν όνειρο. Να ανοίγεις τα μάτια και να νοιώθεις ευάλωτος,
να τα κλείνεις και να νοιώθεις εμένα. Μην μ’ αφήνεις να πατάω γυμνή πάνω στην κόλαση, ντύσε με με συναισθήματα, απ’ αυτά που σου μιλάνε, απ’ αυτά που νοιώθει μόνο η ψυχή σου.
Άσε με να αράζω στα όνειρά σου κάθε που βραδιάζει, άσε με να βραδιάζω πάνω στο κορμί σου.
Κάθε φορά που το δείλι θα σου φέρνει μια σταγόνα πόθου στα χείλη σου, να ανασηκώνεται η ορμή σου. Και κάθε φορά που η απόσταση θα μικραίνει θα παίρνω την αναπνοή σου για να την κάνω ανάσα μου.
Άσε με να κοιμάμαι στ’ όνειρό σου, εκεί που θα σου δίνω τις σταγόνες του έρωτα που μαρτυράνε το πάθος μου.
Βρίσκομαι συνέχεια σε αναμονή. Κι όσο ο πόθος μου μεγαλώνει, άγεται η αξιοπρέπεια μου και τόσο τραβάω την υπερβολή μου απ’ το μαλλί.
Είμαι και δίδυμος, δύσκολο μυαλό με ένα διαρκές δίλημμα στην άκρη της ψυχής μου. Δεν είμαι εδώ, είμαι εκεί δίπλα του. Είμαι συνέχεια σε αναμονή. Είναι που τρομάζω, γιατί είμαι αλλού. Εκεί που περιμένω. Εκεί που δεν θα είμαι ποτέ!
Γιατί στο τέλος, επιθυμώ μόνο τα πράγματα που θα με καταστρέψουν!