Γράφει η Ειρήνη Μουμούρη
Οι δυνατές μπόρες, ξεσπάνε κατάψυχα πάνω σου, σε κάνουν να γονατίζεις από τον πόνο.
Εάν είσαι τυχερός, δύο χέρια θα βρεθούν, θα σε τραβήξουν δίπλα τους, σε ένα υπόστεγο.
Όχι τυχαία, θέλουν να το κάνουν.
Τα υπόστεγα της ψυχής δεν είναι κατασκευή από φθηνή λαμαρίνα.
Πανάκριβα σκέπαστρα είναι φτιαγμένα από το ατσάλι, που έχουν λίγες ψυχές για βάση τους.
Το ατσάλι της ψυχής είναι το πιο σκληρό και το πιο φίνο υλικό αυτού του κόσμου!
Γυαλίζει περισσότερο με το δάκρυ, μετάξι στο άγγιγμα γίνεται με το χάδι.
Εσύ, σε αυτό το υπόστεγο βρέθηκες τρέμοντας. Εκεί βλέπεις, τι σημαίνει προστασία.
Δυο χέρια φθάνουν να σηκώσουν έναν άνθρωπο, σαν να λέμε έναν κόσμο ολόκληρο!
Τα λόγια τους ζεστά και δυνατά σε ξαναστήνουν όρθιο.
Διώχνουν το ρίγος του φόβου, άγριο σκυλί, που ορμάει συνέχεια πάνω σου.
Εκεί τότε βρίσκεις ξανά τη δική σου δύναμή, μέσα στον χαλασμό σου.
Μπορείς καθαρά να μετρήσεις από την αρχή κέρδη και ζημίες.
“Ναι, υπάρχει κέρδος στη δική μου πτώση, εσύ είσαι “. Παραδέχεσαι στον άνθρωπο, που σε σκέπασε με την ψυχή του.
Τώρα, που μπορείς, δεν σταματούν τα λόγια σου να φωνάζουν αλήθειες μπροστά του.
“Μείνε μαζί μου για να σου πώ ευχαριστώ, όχι για το τυπικό της φράσης. Μείνε δίπλα μου για να ευχαριστηθείς εσύ μια απαραίτητη νίκη δική μου. Εσύ, που με δυνάμωσες δεν θες να σου λέω πολλά! Να ζω γελώντας και όχι ομιλώντας, «απαιτείς».
Εδώ θα διαφωνήσουμε ακριβέ μου φίλε.
Χρόνια ο καθένας μας περπατάει με το κεφάλι σκυμμένο, με την ψυχή χτυπημένη .
Ποιος έρχεται να σε βοηθήσει, εάν ήδη δεν έχει υπολογίσει το όφελός του;
Η λέξη «κανένας», είναι σε όλους η γνωστή απάντηση.
Εσύ όμως δεν είπες παρών.
Έγινες παρόντας την ώρα, που μέτραγα απόντες!
Έχει ξεπαγιάσει μέσα στη βροχή από την απουσία αυτός ο κόσμος.
Γκρεμίζονται τα υπόστεγα της τιμής, της αξίας, της αγκαλιάς.
Στη ζεστασιά σου, χαρά θέλω να αντιγυρίσω.
Προσπαθώ, κάπως να ξεχρεώσω στην ματιά, στο αγκάλιασμα, στο θάρρος, που ξόδεψες μαζί μου.
Υπό- χρέος θα μείνω μαζί σου! Σκόπιμα!
Για όσο καπνίζουμε μαζί κάτω από αυτό το υπόστεγο, βλέποντας τις ζωές μας να κάνουν τις βόλτες τους.
Με έκανες να κοιτάζω ψηλά πριν τα μάτια μου στεγνώσουν.
Πώς να αποπληρώσω τον χρόνο, που μου γλίτωσες από τον πόνο;
Από τον ανοιχτό λογαριασμό μας κρατάω την απόδειξη ανθρωπιάς, που μου έδωσες.
Αυτή, μαρτυράει την συναλλαγή μας!
Με αυτή την απόδειξη, ξαναβγαίνω στην βροχή
Θα την χαρώ, θα με κυνηγήσει σαν παιδί παίζοντας.
Θα με κυνηγήσει σαν θήραμα τρέχοντας.
Έμαθα πια.
Τώρα, «εξαιτίας» σου, μπορώ να αντέξω πάλι.
Θα φέρω απέναντί της, τον ήλιο, που μου χάρισες”.
«Κοίτα με στα μάτια». Θα της πω, απαιτώντας.
Θα αλητέψω εν ψυχρώ πάνω της!