Γράφει η Ελένη Σάββα
Η μουσική έπαιζε χαμηλά για ώρες στο σπίτι. Σχεδόν ούτε που καταλάβαινα πια πως ακουγόταν. Τόσο την είχα συνηθίσει. Αλλά μου άρεσε. Αν δηλαδή την έκλεινα, κάτι θα μου έλειπε.
Η ανυπομονησία μου είχε φτάσει στο κόκκινο, χωρίς να ξέρω γιατί. Λες και κάτι περίμενα, δίχως να περιμένω. Τι περίεργα πλάσματα που είμαστε, σκέφτηκα. Έξω ο καιρός δεν ήταν και πολύ καλός. Έβρεχε, κι είχε ομίχλη. Τίποτα δεν έβλεπες. Πόσο χαίρομαι που δεν χρειάζεται να βγω σήμερα έξω.
Γύρισα και κοίταξα εκείνο το μπαούλο. Ποιος να ξέρει πόσα χρόνια έχει να ανοιχτεί! Χωρίς να το ανοίξεις βέβαια, βλέπεις μόνο σκουριά. Κι ένα φτερό, ροζ χρώματος, σαν αυτά που πουλάνε όταν πλησιάζουν οι απόκριες.
Το άνοιξα. Δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Γράμματα, βιβλία, παλιά, πολύ παλιά βιβλία. Και κάτω κάτω, κάποια αποξηραμένα λουλούδια. Πόσο όμορφα ήταν εκείνα τα λουλούδια! Ήταν πάρα πολλά, λες και κάποιος ήθελε να κρατήσει τις ανθοδέσμες που πήρε, για πάντα ζωντανές. Τα κατάφερε. Ο χρόνος τα είχε αγγίξει, μα η όψη τους πλημμύριζε αγάπη. Ήταν λες και μόλις άνοιξα το μπαούλο, αυτή η αγάπη απλώθηκε παντού.
Αναμνήσεις, σίγουρα υπήρχαν αναμνήσεις στην ατμόσφαιρα. Έψαξα καλά, όχι από περιέργεια αλλά από θαυμασμό. Στα γράμματα δεν βρήκα τίποτα άλλο παρά μόνο φιλικά λόγια. Ήταν όμως ένα γράμμα, δίχως πολλά πολλά, που έλεγε “Σ’αγαπώ.” Χωρίς άλλα λόγια, μόνο με την συνοδεία ενός λουλουδιού. Μια αγάπη απόλυτη, δυνατή, σίγουρη.
Μια αγάπη κι ένα λουλούδι. Μια αγάπη και πολλά, πολλά λουλούδια.
Μια αγάπη κι ένα λουλούδι. Μια αγάπη και πολλά, πολλά λουλούδια.
Πόσα χρόνια να άντεξαν αυτά τα λουλούδια; Πόσες εποχές άλλαξαν; Πόση σοφία και πόση αγάπη να κρύβουν μέσα τους;