Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Ένα Σαββάτο, θα κάνω όλη την μέρα υπομονή και δεν θα ανοίξω ούτε τα παντζούρια, ώσπου για τα καλά, το ίδιο με το μέσα μου κι απ’ έξω να νυχτώσει.
Ένα Σαββάτο, θα φορέσω το καλό μου το σακάκι, στην μέσα τσέπη του θα βάλω τα μαύρα μου γυαλιά και θα ντυθώ ωραία. Θα φτιάξω τα μαλλιά και θα βάλω εκείνο το άρωμα το ανδρικό, που μυρίζει σανταλόξυλο και κέδρο.
Θα μπω μέσα στο αμάξι μου, θα συντονίσω το ραδιόφωνο στον σταθμό που αγαπούσες και θα το ανοίξω τέρμα.
Ένα Σαββάτο, θα πάω στο μπαρ, που ήταν το δικό μας.
Θα παραγγείλω δύο ποτά, ένα για μένα κι ένα για σένα, θα στρίψω βιαστικά και αγχωμένα δύο τσιγάρα, το ένα δικό μου και τ’ άλλο θα είναι το δικό σου.
Θα σου χαμογελάσω μάτια μου, θα σου τσουγκρίσω το ποτήρι και θα το πάω άσπρο πάτο.
Κι όταν θα παίξει την “πριγκιπέσσα”, θα πεταχτώ από το σκαμπό και σχεδόν παραπατώντας, θα ρίξω έναν χορό αρσενικό.
Ένα Σαββάτο, θα κάνω αυτό που τόσο μου έχει λείψει, θα ξεμυτίσω επιτέλους. θα βγω έξω από το σπίτι και θα το κάψω.
Θα καμωθώ ο τρελός πως είσαι κι εσύ εκεί μαζί μου, ακριβώς όπως τα Σάββατα που βγαίναμε παλιά.
Αυτό το Σάββατο, θα με κοιτάξουν πονηρά από απέναντι δυο κορίτσια, αλλά εγώ θα αδιαφορήσω εντελώς και με το ποτό και με το άδειο το σκαμπό σου, θα συνεχίσω να μιλάω.
Θα με κεράσει ο μπάρμαν ένα ουίσκι και θα του απαντήσω, λιγάκι θυμωμένος, ” φίλε, δεν είμαι μόνος, είμαστε δυο”.
Κι όταν θα παίξει, “τα Σάββατα” του Ρέμου, τότε θα βγάλω απ’ το σακάκι τα μαύρα μου γυαλιά και θα τα βάλω.
Γιατί το αντέχω να με κοιτάξουν οι θαμώνες και να πούνε, “κοιτάξτε έναν τρελό που έχει μεθύσει”!
Μα δεν το αντέχω, να κοιτούν έναν άντρα που κλαίει σαν μωρό και που φωνάζει με τις φλέβες στον λαιμό του πεταγμένες, “είναι Σαββάτο ρε γαμώτο κι εσύ ούτε και σήμερα δεν ήρθες να μου πεις πως μ’αγαπάς”.
Join the discussion