Γράφει η Βάσω Θεοδωρίδου
Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και με τα μάτια μία προς εσένα και μία προς το αναμμένο τζάκι περνούσε αυτό το βράδυ κοντά σου. Το άρωμα σου να με μεθάει, οι ματιές μας να τα λένε όλα δίχως τα χείλη να κουνιούνται. Με ήξερες και σε ήξερα. Με αγαπούσες και σε αγαπούσα. Ένα τέλειο ολόκληρο ήμασταν.
Τρελαινόμουν στην ιδέα να μην υπάρχεις στη ζωή μου. Ήσουν το στήριγμα μου, ο ώμος που ακουμπούσα και το χέρι που κρατιόμουν. Ήσουν τα πάντα μου. Με τον καιρό κατάφερες να γίνεις τα πάντα μου. Σε πίστεψα, σε εμπιστεύτηκα, σου ανοίχτηκα, σου αφέθηκα, σου έδωσα σώμα και ψυχή. Δέθηκα μαζί σου. Έζησα μαζί σου ότι ονειρεύτηκα.
Ένιωσα μαζί σου ό,τι ονειρεύτηκα. Ένιωσα μαζί σου όλα αυτά που τόσο λαχταρούσα. Ασφάλεια, εμπιστοσύνη, αγάπη, στιγμές ευτυχίας! Έμαθα να αναπνέω τον αέρα που ανέπνεες και εσύ, έμαθα να ζω μαζί σου, να υπάρχω όσο υπάρχεις, να λατρεύω την κάθε αντίδραση σου, την κάθε κίνησή σου, την κάθε συμπεριφορά σου.
Συνήθισα το άρωμα σου πάνω στο κορμί μου, πάνω σε όλα μου τα αντικείμενα, πάνω στα τόσο δικά μου πράγματα! Αναγκαία μου έγινε πια αυτή η μυρωδιά.
Να θέλω συνεχώς να τη νιώθω, να τη μυρίζω, να μην την αποχωρίζομαι. Αναγκαίος μου έγινες εσύ και πώς να σε αποχωριστώ καρδιά μου; Πώς να αντέξει η καρδιά μου χώρια από τη δική σου; Πώς να απομακρυνθεί το κορμί μου από το δικό σου;
Comments are closed