Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Θεέ μου, τί περίεργα είναι αυτά τα όνειρα; Κάποια θαρρείς πως μοιάζουν με πραγματικότητα, λες και σε μια νύχτα βλέπεις ολόκληρη την ζωή σου. Ήμασταν, λέει, με την παρέα σε ένα ταβερνάκι, κάπου εκεί στην παραλία, όταν ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ με μια φίλη σου. O Γιώργος ήταν προφανώς κοινός γνωστός μας, όμως ποτέ δεν σε είχα δει. Πόσο παράξενο άραγε;
Δεν υπήρχε κενό τραπέζι και έτσι, με ένα νεύμα του Γιώργου, πλησιάσατε προς το μέρος μας για να χαιρετήσετε. Μετά από μια γρήγορη γνωριμία σας προτείναμε να καθίσετε μαζί μας, εφόσον δεν υπήρχε άλλο τραπέζι. Η ώρα περνούσε και η παρέα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στα γέλια, βλέπεις το αλκοόλ έκανε καλά την δουλειά του. Πρώτου το καταλάβουμε η ώρα είχε περάσει και το μαγαζί θα έκλεινε. Έπρεπε να φύγουμε, όμως κανένας από εμάς τους δύο δεν ήθελε.
Νομίζω στην αρχή πως μας είχαν καταλάβει, αλλά δεν βαριέσαι; Άλλωστε δεν περίμενα να σε ξαναδώ. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο, ίσως να ήταν και τα παραπανίσια ποτήρια που ήπιαμε, όμως ζήτησα το τηλέφωνο σου. Από την έκφραση σου κατάλαβα ότι περίμενες πως και πως να το κάνω. Ανταλλάξαμε νούμερα και ο καθένας πήρε τον δρόμο του.
Σταμάτησα σε ένα καφέ που διανυκτέρευε λίγο πιο πάνω για να συνέλθω λίγο. Πριν προλάβω να κατέβω από το αυτοκίνητο, μου έστειλες το πρώτο μήνυμα. Ήθελες να δεις αν έφτασα καλά, όμως σου είπα πως έχω δρόμο ακόμα. Μετά χτυπάει το τηλέφωνο και ρωτάς που βρίσκομαι. Το σπίτι σου απέχει μόλις λίγα μέτρα από εκεί που σταμάτησα. Τυχαίο; Πριν το καταλάβω είχες έρθει και, Χριστέ μου, ντράπηκα πολύ έτσι που σε είδα. Φορούσες πιτζάμες, μια ζακέτα και παντόφλες κουνελάκια.
Προφανώς και σε γνώριζαν από το κατάστημα και έτσι δεν έδωσαν σημασία. Μου είπες πως δεν έχω να πάω πουθενά στην κατάσταση που είμαι. Με πήρες από το χέρι και με ανέβασες στο διαμέρισμα σου. Μιλούσαμε μέχρι το πρωί, δεν σε ακούμπησα και δεν με ακούμπησες. Σωματικά εννοώ, γιατί τα μυαλά μας είχαν μπλεχτεί σε έναν πρωτόγνωρο ερωτικό χορό, που όμοιό του δεν είχα ξαναζήσει. Άρχισε ήδη να ξημερώνει και με πήρε ο ύπνος εκεί στον καναπέ σου.
Οι μέρες περνούσαν και τα μηνύματα και τα τηλέφωνα μεταξύ μας είχαν γίνει καθημερινότητα. Είχαμε ανταλλάξει πολλές κουβέντες, μέχρι και σ’αγαπώ ο ένας τον άλλον. Κάποια στιγμή λοιπόν, μετά από αρκετό καιρό και ύστερα από έναν καβγά που είχαμε, μου είπες πως δεν θέλεις να με ξαναδείς μπροστά σου. Μου είπες πως τέτοια αγάπη δεν την θέλεις.
Κατατρομαγμένος και ιδρωμένος πετάχτηκα από το κρεβάτι. Αναρωτιόμουν τι κακό έχει η αγάπη μου και σε πλήγωσε τόσο πολύ. Μόλις συνήλθα λίγο, κατάλαβα πως ήταν ένα ακόμα όνειρο από αυτά που ο καθένας μας θα ήθελε να είναι πραγματικότητα. Χαμογέλασα ειρωνικά προσγειώθηκα στην πραγματικότητα και συνέχισα τη μοναχική και μίζερη ζωή μου…