Γράφει η Χριστίνα Γαλιάνδρα
Γεύτηκα πίκρες απογοητεύσεις κακά χαλάσματα και ξηρασία.
Γεύτηκα φιλιά από στόματα που με κακολόγησαν και αγάπες από καρδιές που με πρόδωσαν.
Ειρωνεία, εμπαιγμό και φτύσιμο.
Μα δεν μίλησα, δεν παραπονέθηκα δεν αντέδρασα.
Μέχρι που μπούκωσα, πλάνταξα και πλέον η δεξαμενή της υπομονής μου δεν χώραγε άλλα!
Φώναξα, κλώτσησα, αντέδρασα και αναιδέστατα ανταπέδωσα.
Με λίγα λόγια άλλαξα!
Ξαναγεννήθηκα…
Μόνο το όνομά μου έμεινε ίδιο!
Και κάθε τι που με ενοχλεί το στέλνω στο διάολο.
Στην κόλαση, στο πυρ το εξώτερο.
Γιατί στον Παράδεισο της ψυχής μου δεν χωράνε διάβολοι.
Κι όσο για την καρδιά μου, της απαγορεύτηκε να πονά και να νοιάζεται για ανθρώπους που δεν έριξαν ένα δάκρυ για κείνη, δεν έβγαλαν ένα αναστεναγμό και δεν δώσανε νομίσματα αγάπης για την τράπεζα της ζωής μου.
Οι ανάσες μου μόνο για κείνους που είναι δίπλα μου στα δύσκολα.
Όταν πεινάω, όταν διψάω, όταν κρυώνω, όταν φοβάμαι.
Και τα γέλια μου θα είναι δυνατά.
Τα βήματά μου θα τραντάζουν τη γη.
Τα λόγια μου μετρημένα και στιβαρά.
Ο ήλιος μου θα ανατέλλει ακόμα κι όταν βρέχει.
Οταν χιονίζει.
Όταν μπουμπουνίζει.
Έτσι γιατί γουστάρω..
Έτσι, γιατί ακόμα ζω!
Comments are closed