Γράφει η Ιωάννα Ντρε
Έφτασε η ώρα, μάνα. Η ώρα του αποχαιρετισμού. Είμαι μεγάλη πια. Κοντεύω τα 30 κι όμως ήμουν κάτω από την ποδιά σου μέχρι σήμερα. Μπορεί να έφευγα για λίγο, όμως ξαναγυρνούσα. Αργά ή γρήγορα ξαναγυρνούσα.
Δεν είχα φύγει ποτέ από κοντά σου. Όχι επειδή δε μπορούσα, αλλά επειδή δεν ήθελα. Δεν ήθελα να χάσω την ασφάλεια που μου παρείχες. Εδώ μεγάλωσα, εδώ σπούδασα, εδώ έχω τους φίλους μου, εδώ γνώρισα την αγάπη, εδώ γελούσα, άλλες στιγμές υπέφερα πολύ, άλλοτε με κυρίευε ο φόβος για το μέλλον και έμενα στάσιμη στα συνηθισμένα.
Τώρα όμως είμαι έτοιμη να το αντιμετωπίσω το μέλλον. Να το ζήσω όπως και να είναι κι ας με φοβίζει ακόμα το άγνωστο, θέλω να ρισκάρω. Γιατί τι είναι η ζωή, ρε μάνα; Ένα ρίσκο είναι ολάκαιρη η ζωή μας.
Θέλω να ανοίξω τα φτερά μου, να πετάξω μακριά. Να γνωρίσω κάτι παραπέρα, να πατήσω σε δρόμους με ανοιχτούς ορίζοντες. Εδώ δε με χωράει πια ο τόπος. Τις εξάντλησα όλες τις ευκαιρίες που μου παρείχε αυτός ο τόπος. Πρέπει να φύγω, όσο ακόμα είναι αναμμένη η σπίθα της τόλμης μου. Πρέπει να φύγω προτού το μετανιώσω.
Μην ανησυχείς για μένα. Είμαι δυνατή και θα τα καταφέρω. Μη φοβάσαι. Δε θα σε απογοητεύσω, θα το δεις. Μια μέρα θα σε κάνω περήφανη. Έστω κι αν αργήσω κι ο δρόμος μου θα ‘ναι μακρύς, θα γίνεις περήφανη για την κόρη που έχεις. Μπορεί να μη κάνω σπουδαία και πολλά πράγματα, όμως θα παλέψω για τα πολλά, αλλά ένα πράγμα θέλω να ξέρεις. Πως ό,τι και να κάνω ποτέ δε θα σε ντροπιάσω.
Τα συννεφιασμένα σου μάτια με έκαναν να βουρκώσω, όμως έπνιξα τα δάκρυά μου. Θέλω να με θυμάσαι δυνατή και η τελευταία εικόνα που θα έχεις από μένα να είναι με ένα χαμόγελο κι ας είναι πικρό.
Καλή αντάμωση, μάνα.
Join the discussion