Γράφει η Σοφία Δέδε.
Βγήκε έξω με τις πυτζάμες.
Ήταν αργά και όλα μέσα της είχαν σπάσει.
Είχε θυμώσει. Είχε πληγωθεί.
Ήθελε να φύγει, να ξεφύγει.
Ποιός την κυνηγούσε; Τι φοβόταν; Τι ήταν αυτό που την πλήγωσε και την οδήγησε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της και να φύγει χτυπώντας την πίσω της δυνατά.
Κρατούσε μόνο τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Τίποτε άλλο.
Δεν ήξερε που θα πήγαινε μέσα στην νύχτα.
Με μάτια που πετούσαν φωτιές έτοιμα να βγάλουν όλη την οργή που είχε η ψυχή της μπήκε στο αυτοκίνητο.
Έμοιαζε με θηρίο ανήμερο και βάζοντας το κλειδί στην μίζα, η μηχανή μούγκρισε με έναν τρόπο πρόκλησης, πρόσκλησης. Ένας πόθος αυτόματα γεννήθηκε μέσα της.
Ήθελε να τρέξει μακριά.
Δεν κατάλαβε για ποτέ βρέθηκε στην εθνική οδό με την μουσική σε δυνατά ντεσιμπέλ και το κοντέρ να πλησιάζει το κόκκινο.
Το απαγορευτικό!
Δεν ήθελε απαγορεύσεις απόψε. Ήθελε να τρέξει με όλη της την ψυχή και το αμάξι της έδινε την ταχύτητα που λαχταρούσε.
Χιλιόμετρα αργότερα τα μάτια σας άρχισαν να τρέχουν και αυτά.
Τα δάκρυα, της έκαιγαν το πρόσωπο και το σώμα καθώς έπεφταν και μούσκευαν την πυτζάμα της.
Ήταν δάκρυα απόγνωσης, δάκρυα θλίψης, δάκρυα ανακούφισης, δάκρυα λύπης, δάκρυα λύτρωσης.
Σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα ξέφωτο. Βγήκε έξω και χάζεψε το μισοφέγγαρο που καθρεπτιζόταν σε μια μαύρη θάλασσα. Το πυκνό σκοτάδι και η απόλυτη ηρεμία την τύλιξαν κάνοντας την να κρυώνει και να φοβάται. Ήταν μονάχη!
Είχε φύγει μακριά από το πρόβλημα και αντί να ανακουφιστεί ένιωθε χειρότερα. Το αεράκι που ήρθε ξαφνικά από την θάλασσα την ξύπνησε από τον θυμό της και τα μάτια της καθάρισαν από την οργή. Θυμήθηκε τον τρόπο που έφυγε.
Κοιτάχτηκε! Είχε τα χάλια της και συνειρμικά έφερε το πρόσωπο του αγαπημένου της στα μάτια της. Οι σκέψεις της πλημμύρισαν τον κορμί της, την ψυχή της με τύψεις, με ενοχές. Σκέφτηκε ότι και αυτός θα είχε τα χάλια του. Πως του το είχε κάνει αυτό; Να φύγει έτσι μέσα στην νύχτα..
Μπορεί να αγωνιά, να την ψάχνει. Δεν είχε και το κινητό της να του πει ότι είναι καλά, να τον καθησυχάσει.
Με φορά μπήκε δυναμικά στο αμάξι.
Ότι και να ήταν αυτό που την είχε κάνει να φύγει τώρα έπρεπε να το αντιμετωπίσει, και αν έπρεπε να κάνει πίσω για τον αγαπημένο της θα το έκανε.
Ο καθαρός αέρας την είχε απαλλάξει από κάθε εγωισμό, από κάθε πείσμα.
Η αγάπη ήρθε ξανά και φώλιασε μέσα της.
Έβλεπε διαφορετικά τώρα.
Είχε πάρει τις αποφάσεις της.
Μπήκε στο σπίτι με την ανησυχία στα μάτια της. Το βλέμμα της είχε αλλάξει.
Γρήγορα ένιωσε ότι είχε αλλάξει και αυτός.
Κόκκινα μάτια, φόβος, ενδιαφέρον, αγάπη.
Έτρεξε κοντά της.
Λίγο πριν αγκαλιαστούν ψιθύρισαν σε αγαπώ…
LoveLetters