Γράφει η Άννα Ζανιδάκη
Στοχασμοί που δε θα πάψουν να μάχονται και να παλεύουν με την ψυχή μας και το ακατανίκητο πάθος μιας επιβεβαίωσης που δεν άργησε να ρθει.
Σκέψεις που δε βρίσκουν αναπαμό, αφού τα λόγια ακόμα ηχούν στ’ αυτιά του καθενός και της καθεμιάς μας, ενώ διαπραγματεύεται η λογική με το συναίσθημα, αλλά το ένστικτο που δε λέει να καταλαγιάσει,ηχείς στους παιάνες του θρήνου της αγάπης τους.
Έτσι πίστευε και πιστεύει ακόμα ο καθένας που θέλει να δει τα όνειρά του να παίρνουν σάρκα και οστά αλλά η σάρκα ασθενεί, εξαιτίας του ψεύδους και της ορκομωσίας, μέσα σε κλίμα πλανης και αποπλάνηςης της αληθειας που ναι ολοφάνερης, αλλά εθελοτυφλούν τα μυαλά, για χάρη ενός πολύχρονου, διαχρονικού έρωτα τάχα.
Διερωτάται η σκέψη με την αντίληψη, τι ήμασταν τελικά εμείς οι δύο;
Παγώνει η τήρηση της αρχηφίς των θέλω και των επιβεβλημένων πρέπει, καθώς ενισχύεται ολοένα και περισσότερο η αθέτηση του όρκου, που για τον έναν απ τους δυο φαντάζει αδιανόητο η καταπάτησή του,αλλά δυστυχώς, μερικοί δεν έχουν ιερ΄πο ούτε όσιο, να δουν και να αντιληφθούν την αξιοσύνη των στιγμών.
Τελικά τι υπήρξαμε εμείς οι δύο…αναρωτιέται η ανθρωπιά ,με του άλλου την ανθρωποια;
Δίνονται μάχες της ηθικής ψυχής με τα ανήθικα τεταρτημόρια του ανεγκέφαλου άλλου ταιριου, που ήθελε στη ζωή της, αλλά πως, με τι προσόν και κυρίως με ποιες προυποθέσεις;
Όλος ένα ψέμα, ένα καμουφλάζ πίσω από ένα γάμο, υπαρκτό, ανύπαρκτο, κανείς δεν ξέρει.
Ή μάλλον ξέρει εκείνος που δε δίστασε να προβάλλει γελοίες και παιδαριώδεις δικαιολογίες, μα εκείνη τα είχε δώσει όλα, τα πάντα, αλλά τώρα πάει, της άδειασε την ψυχή, της πάγωσε το νου και το χειρότερο της πέτρωσε την καρδιά.
Αλλά ο Θεός λέει, πως για να σε σώσει, στέλνει έναν άνθρωπο για να μας αγαπήσει.
Έτσι και τώρα.
Κλείνουμε κεφάλαια , πετάμε σελίδες που δε μας άξιζαν ,σκίζουμε τα παλιά κιτάπια και ενθρονίζουμε τα νέα και ηχηρά αληθινά με ηχητικές ιαχές ειλικρίνειας, αλήθειας και σεβασμού απέναντί μας!
Αλήθεια, τι υπήρξαμε εμείς;
Ένα τίποτα που γινόμαστε το πάντα, για κάποιον άλλον!