Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
“Μεγάλωσα”, μου είπες. “Δεν είμαι πια η όμορφη γυναίκα που γνώρισες”.
Σε κοίταξα απορημένος.
Δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο σημάδι επάνω σου, που να μου αποδεικνύει τα λεγόμενα σου.
“Μα εγώ σε βλέπω σαν το κοριτσάκι που γνώρισα τότε” σου είπα και το εννοούσα.
“Πέρασαν τα χρόνια, δεν είμαι πια κοριτσάκι. Οι ρυτίδες αυλακώνουν το πρόσωπο μου. Η χαλάρωση έχει ντύσει το σώμα μου. Δεν έχω πια τις ίδιες δυνάμεις. Έχω κουραστεί και όλο αυτό έχει αποτυπωθεί επάνω μου με όλους τους τρόπους.”
“Δεν το είχα καταλάβει. Σε κοιτάω κάθε μέρα, κάθε νύχτα και δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα από πάνω σου. Είσαι το ίδιο όμορφη όπως την πρώτη μέρα που σε γνώρισα”.
“Όχι, δεν είμαι. Γερνάω, δεν το καταλαβαίνεις; Το λες για να μην με στεναχωρήσεις!”
Όχι, δεν το καταλαβαίνω. Έπαψα εδώ και πολύ καιρό να βλέπω με τα μάτια μου. Βλέπω μόνο με τα μάτια της ψυχής μου.
Βλέπω μία κουκλίτσα να στριφογυρίζει στην πίστα και εγώ να παρακαλάω να με κοιτάξει. Να κοκκινίζει και να χαμηλώνει το βλέμμα της στον πρώτο μας χορό.
Βλέπω ένα φοβισμένο κοριτσάκι, να ντρέπεται να βγάλει τα ρούχα της, την πρώτη φορά που κάναμε έρωτα. Άτσαλα να ενώνονται δυο κορμιά, που τελικά έγιναν ένα στην πορεία και ποτέ δεν χωρίστηκαν ξανά.
Βλέπω μία νεράιδα να ανεβαίνει στα σκαλιά της εκκλησίας, με ένα υπέροχο χαμόγελο στα χείλη, να ανταμώσει εμένα, που σαν στήλη άλατος την χάζευα, με μια χαζή ανθοδέσμη στα χέρια. Να εύχομαι μέσα μου να μην την απογοητεύσω και συνάμα να φοβάμαι, αν θα καταφέρω να μην την πληγώσω ποτέ.
Βλέπω ένα σώμα να αλλάζει και να διαστέλλεται, για να μας χαρίσει την απόλυτη ευτυχία, δίχως να νοιάζεται για τις επιπτώσεις.
Βλέπω μία μητέρα να σκύβει με στοργή και να καταθέτει τη ζωή της, στα δύο διαμάντια που φώτισαν τη ζωή μας.
Βλέπω μία κυρία που ήταν πάντα στο πλάι μου και με φρόντιζε με κάθε τρόπο που θα μπορούσε, για να μην μου λείψει ποτέ τίποτα.
Βλέπω ένα βράχο που απορροφούσε μυστικά το κάθε κύμα που ερχόταν, για να μην βραχώ. Για να μπορώ να ταξιδεύω σε κάθε μου επιθυμία και να φαίνομαι ο ακλόνητος καπετάνιος.
Βλέπω την κρυφή μου δύναμη, που κάθε φορά που λύγιζαν τα πόδια μου, ήταν εκεί να με στηρίξει και να με εμψυχώσει, έτσι ώστε να περάσω το κάθε εμπόδιο που ήρθε στο δρόμο μου.
Βλέπω έναν υπέροχο άνθρωπο, που χωρίς αυτόν δεν θα είχε τίποτα αξία στην ζωή μου. Διότι η ζωή μας δεν έχει αξία χωρίς τους ανθρώπους που αγαπάμε. Η ζωή μας, είναι οι άνθρωποι που αγαπάμε.
“Αυτό βλέπω, κατάλαβες; Και μην μου ξαναπείς ότι γέρασες. Οι άνθρωποι γερνούν όταν δεν αγαπιούνται. Εσύ δεν θα γεράσεις ποτέ!”. “Δε μιλάς ε; Κοιμήθηκες μωρέ;”
Του χάιδεψε το χέρι και το έβαλε σαν προσκεφάλι της. Ένα μεγάλο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της και έγειρε να κοιμηθεί.
“Πάντα θα είσαι το αγόρι μου” σκέφτηκε τρυφερά και παραδόθηκε ήρεμη στον Μορφέα.
Αλίμονο σε αυτούς που κοιτούν την εικόνα και όχι την ψυχή.
Αυτούς, που απλά κοιτάζουν, όμως δεν “βλέπουν”.
Πόσα πράγματα χάνουν!