Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Και μιας κι είναι η ώρα λιγάκι περασμένη και τα μωρά κοιμούνται, όπως κι οι στενόμυαλοι, απόψε θέλω να σου μιλήσω για μια “κακιά” λέξη, για την καύλα.
Ναι, σωστά διάβασες, για την καύλα είπα, μην γυρνάς πίσω να το ξαναδιαβάσεις για να βεβαιωθείς.
Το ξέρω ότι σου έμαθαν να ντρέπεσαι να καυλώσεις και πιο πολύ, να το ομολογήσεις.
Ξέρω, σου είπανε πως είναι κακιά αυτή η λέξη κι ότι δεν πρέπει να την λες.
Σε διδάξαν οι παππούδες, οι γονείς σου, ο πνευματικός κι οι δάσκαλοι σου, να το πνιγείς μέσα σου ετούτο το συναίσθημα, να μην το αισθάνεσαι κι αν το αισθάνεσαι, να νιώθεις συστολή.
Και στο είπανε όλοι αυτοί ρε φίλε, που είναι μαθηματικά βέβαιο, πως κι εκείνοι το έχουν νιώσει κάποια στιγμή στην ζωή τους, μα εσένα ήρθαν και σου το σερβίραν σαν είναι κάτι κατακριτέο.
Η καύλα όμως φίλε μου είναι ανθρώπινη κι είναι συναίσθημα, να πας και να τους πεις στα μούτρα τους! Πρωτόγονο, ωμό, ακατέργαστο, σχεδόν κτηνώδες, μα πάντα συναίσθημα.
Γιατί είναι κάτι που το νιώθεις!
Γιατί είναι κάτι που δεν μπορούν να σου το προκαλέσουν όλοι οι άνθρωποι. Και γιατί είναι η βάση για να δημιουργηθεί κάτι πιο μεγάλο, η έλξη, η επιθυμία κι ο έρωτας!
Μην τους ακούς λοιπόν όλους αυτούς τους υποκριτές και τους καθώς πρέπει. Μην σου στερείς το δικαίωμα να νιώσεις την φωτιά να κυλάει μέσα στο αίμα σου. Μην απολέσεις το προνόμιο του να τρελαθεί το μυαλό, η ψυχή και το κορμί σου. Μην χάνεις ευκαιρίες και στιγμές, σκεπτόμενος τι είναι σωστό και τι δεν είναι, γιατί ότι νιώθουμε, στο υπογράφω, είναι πάντοτε σωστό!
Καύλωσε ελευθέρα, σου λέω, άνθρωπε μου!
Νιώσε το!
Ομολόγησε το!
Δειξ΄ το!
Αφέσου!
Τώρα λοιπόν που τα μωρά κι οι στενόμυαλοι κοιμούνται…
Στείλε ένα μήνυμα, πάρε ένα τηλέφωνο, πήγαινε βρες την ή βρες τον και μην το ντραπείς ετούτο το συναίσθημα κι αυτήν την λέξη, πες την ακριβώς με το όνομα της.
Πες, “σε σκέφτηκα κι έχω καυλώσει”. Πες, “είσαι ο λόγος που δεν μπορώ να κοιμηθώ”. Πες, “σε θέλω εδώ και τώρα”.
Πες το βρε αδελφέ, “είσαι ο μόνος άνθρωπος που μου πηδάει την λογική κι όλα τα πρέπει μου και με καυλώνεις”!
Στο κάτω κάτω, όλοι μας κάποτε και με κάποιον νιώσαμε καυλωμένοι, κι όποιος πει το αντίθετο, είναι πολύ μεγάλος ψεύτης.
Στο κάτω κάτω, κι εσύ από μια καύλα της στιγμής γεννήθηκες κι υπάρχεις, δεν σε έφερε ούτε ο πελαργός, ούτε σε πιάσανε με τον λευκό τον κρίνο.