Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Δύο φίλοι ήταν!
Δυο φίλοι από τα παλιά, που έπιναν το κρασάκι τους, που έβλεπαν μια ταινία, που τα λέγανε. Και δύο φίλοι, δεν γίνεται να είναι κάτι άλλο, πέρα από δυο καλοί φίλοι, όμως απόψε, κάτι άλλαξε!
Απόψε οι δυο φίλοι, είχαν μια φλόγα στο βλέμμα και μια λάβα που κόχλαζε μέσα τους. Απόψε οι δυο φίλοι ήταν δύο ηφαίστεια, ενεργά που ξερνάγαν στάχτη.
Μιλούσαν για άσχετα, για ιστορίες παλιές, για όνειρα νέα, για θέλω που ήθελαν και για καταστάσεις που δεν ήθελαν.
Απόψε, έκανε ζέστη…
“Πάω να κάνω ένα ντουζάκι” της είπε, “σταμάτα λίγο την ταινία, δεν θα αργήσω.”
Και δεν άργησε, βγήκε με την πετσέτα στην μέση του πιασμένη, βρεγμένος. Κι εκείνη δεν άντεξε, στην εικόνα του ξέρασε λάβα.
Έκρηξη! Όμως δεν μίλησε, δεν είπε λέξη, μόνο φωτίστηκε.
Κι ο “φίλος” της, δεν ήταν παιδάκι, άκουσε και την σιωπή της και την έκρηξη. Δεν ήταν παιδί, είδε και την λάβα της και την φωτιά της.
Κι ούτε κι εκείνος μίλησε, απλά την πλησίασε, γιατί κι αυτός απόψε ήταν ηφαίστειο, ενεργό, που πια επίσης ξέρναγε λάβα.
Σχεδόν γυμνός, βρεγμένος, καυτός.
Δεν άντεξε, του τράβηξε την πετσέτα και πια δεν ήταν δύο φίλοι, ήταν δύο πόθοι, ήταν ανάσες κοφτές και γρήγορες.
Ήταν ένα κι όχι δύο, ήταν διψασμένες σάρκες κι όχι λόγια, κρασί και ταινία, ήταν ηδονές κι όχι δύο φίλοι, όπως ήθελαν να πιστεύουν τόσο καιρό.
Ήταν δυο πρώην φίλοι, που απόψε το ξέχασαν, που απόψε δεν είχαν ανάγκη για λόγια κι εποικοδομητικές συζητήσεις, είχαν ανάγκη για πόλεμο.
Και πολέμησαν, άγρια!
Πάνω στα σεντόνια, κάτω στο πάτωμα, παντού.
Και γρατζουνίστηκαν, και ματώσαν, και σημαδευτήκαν, και κυριάρχησαν και κυριαρχήθηκαν και υπόταξαν κι υποταχτήκαν.
Και λυτρώθηκαν και τελείωσαν.
Ποιος νίκησε και ποιος έχασε, ούτε που ρώτησα.
Ποιος άρχισε και γιατί το άρχισε, δεν έμαθα.
Γιατί σημασία τελικά, δεν έχει η αρχή, σημασία πάντα, έχει το τέλος!
Join the discussion