Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Δεν έχω λόγο να μείνω. Πάγωσε και η λαχτάρα μου να υπομένει.
Κρύωσε και ο πόθος μου που σε φιλούσε στα χείλη. Δεν έμεινε τίποτα πλέον να αναμένω.
Χρόνια περίμενα την κραυγή της αναλγησίας σου.
Πέρασα χειμώνες γυμνή μες το κρύο της ψυχής σου ικετεύοντας ένα ψίχουλο της αγάπης σου. Κι όμως τον κατάλαβα τον πόνο σου. Εσύ γιατί δεν συμμερίστηκες όμως τον δικό μου πόνο; Γιατί με άφησες νηστική και γδαρμένη;
Τι έφταιξε η ψυχή μου για όλα τα δικά τους λάθη; Τι έφταιξε η καρδιά μου για μια τόση σκληρότητα; Οι δυνατοί ξέρεις είναι και οι πιο ευαίσθητοι. Πονάνε διπλά, μία για την δύναμη και μία για την αδυναμία τους.
Δεν σου κρατάω κακία, το ξέρω ότι έχεις πονέσει. Μονάχα ένα παράπονο. Μετά από τόση αγάπη πώς μπόρεσες και έβγαλες τόση απονιά από μέσα σου; Εγώ έφυγα, γιατί κουράστηκα να παλεύω χωρίς ελπίδα. Κουράστηκα απ’ την αδιαφορία, απ’ την αδημονία σου. Μην ψάξεις να με βρεις.
Στο είχα πει άλλωστε, όταν θα σταματήσω να μιλάω, να γκρινιάζω και να προσπαθώ, θα έχω φύγει. Δεν έμεινε και κάτι να παλέψω. Δεν αντέχω τα συναισθήματα που είναι σε αναμονή. Δεν μπορώ τις κλειδωμένες συμπεριφορές. Θέλω να πλέω σε αληθινά και ουσιώδη αισθήματα. Δεν θέλω να καταφεύγω σε παγόβουνα.
Είμαι συνένοχη στον πόνο, γιατί άντεξα όλες τις ιδιοτροπίες σου. Ώσπου κατάλαβα ότι το να αντέχεις τα πάντα, γεννά εχθρούς. Και πρώτο και καλύτερο τον εαυτό σου. Κι εγώ επιτέλους αγαπώ τον εαυτό μου.
Για την ουσία αγαπώ όλον τον κόσμο, αλλά αποφεύγω αυτούς που μου κάνουν κακό εκουσίως. Δεν θέλω το κακό σου, γιατί εγώ σ’ αγάπησα πραγματικά. Απλά δεν μπορώ να σταθώ πλέον πλάι σου. Αρνούμαι να αγαπάω όποιον δεν μ’ αγαπάει. Αρνούμαι να παλεύω για όποιον με μισεί. Αρνούμαι γι’ αυτό κι αποχωρώ οικειοθελώς απ’ την ζωή σου