Γράφει η Πράξια Αρέστη
Είναι Πέμπτη. Περασμένες 12. Κάπου κοντά ο άνθρωπός μου ίσως τώρα κοιμάται κι ονειρεύεται με κάποιαν που δεν είναι εγώ.
Δεν ξέρω τι έκανε χτες, δεν ξέρω τι έκανε σήμερα και τι θα κάνει αύριο, όμως, είμαι πια σίγουρη πως αυτός ο ξένος ήταν ο άνθρωπος μου.
Συμβαίνει να γνωρίζεις τον σωστό άνθρωπο την πιο λάθος στιγμή.
Τον άνθρωπο που ένιωσες πιο πολύ από τον καθένα κι ας ήξερες ελάχιστα.
Μετρημένα τα φιλιά του στα δύο σου χέρια, όμως, με βαθιές χαρακιές πάνω στην καρδιά σου, ανεξίτηλες.
Και κάθε προσπάθεια να τον αγαπήσεις, μία ακόμη αποτυχημένη προσπάθεια και μισείς τον εαυτό σου που έμεινε ενώ αυτός έφυγε.
Και πάντα θα κοιμάται αλλού και θα μένει μόνο η σκιά του να σε κοιτάζει σχεδόν με ματιά κενά, μην τυχόν και δεις την αλήθεια μέσα τους. Κι εσύ αγαπάς τις σκιές, περισσότερο από τους ανθρώπους. Γιατί σου μοιάζουν.
Και ο ξένος που έρχεται και φεύγει σου θυμίζει πόσο ξένη είσαι στη ζωή σου.
Και ο ξένος που έρχεται και φεύγει σου θυμίζει πόσο ξένη είσαι στη ζωή σου.