Γράφει ο Άρης Γρηγοριάδης
Εσύ στο σαλόνι, εγώ στο δωμάτιο. Κι η σιωπή βαριά. Ουδέτερη ζώνη η κουζίνα, ευτυχώς που έχουμε δυο μπάνια και δεν θα χρειαστεί να διαπραγματευτούμε το ποιος θα μπει πρώτος.
Σιωπή. Από εκείνες τις άσχημες. Τις πνιγηρές. Που δεν έχουν λέξεις για να εκτονωθεί η ένταση. Δεν έχουν ούτε ένα “γαμώ το κέρατό σου”, δεν έχουν ούτε ένα κλάμα, ούτε έναν κρότο να ξεσπάσει η ένταση.
Σιωπή και σκέψεις. Προσπαθώ να σε ακούσω, να αφουγκραστώ τη σιωπή σου αλλά έχεις σηκώσει τείχη.
Κι όσο εσύ υψώνεις τα δικά σου, άλλο τόσο υψώνω κι εγώ τα δικά μου!
Δια ασήμαντον αφορμή, αλλά με βαθιές αιτίες θα ήταν ο τίτλος αν ήμασταν αφήγημα.
Δεν θυμάμαι πώς ξεκίνησε ο καβγάς. Μια λέξη σου, μια λέξη μου, δυο κουβέντες παραπάνω, και κανείς να μην υποχωρεί από το “δίκιο του”. Κι όσο η ώρα περνάει μαζεύουμε κι οι δυο κι άλλα “δίκια” μέσα στο χρόνο. Τα άδικά μας, είναι παραγεγραμμένα, δεν το συζητάμε αυτό.
Δεν σου παραχωρώ χιλιοστό από το δίκιο μου. Δεν μου παραχωρείς χιλιοστό από το δίκιο σου. Κι αυτή η ησυχία με σκοτώνει.
Κι όταν δεν θυμάμαι πια άλλα από τα δίκια μου, αρχίζει ο διάλογος με τον εγωισμό.
Πήγαινε.
Να έρθει εκείνη.
Μίλα.
Να μιλήσει εκείνη.
Αυτός που κάνει το πρώτο βήμα προς τα πίσω, αγαπά περισσότερο λέγαν οι παλιοί.
Ένα χάδι. Ένα άγγιγμα. Ένα φιλί. Ένα δικό μου πρώτο βήμα πάλι.
Το περίμενες, το ήξερες. Το προσδοκούσες.
Σ’αγαπάω και δεν στο κρύβω.
Σ’αγαπάω και δεν σε παίζω.
Σ’αγαπάω και δεν σε γεμίζω αμφιβολίες.
Σ’αγαπάω και δεν νοείται μια νύχτα με γυρισμένες πλάτες, χωρίς φιλί για καληνύχτα, χωρίς να σε αγγίζω.
Δεδομένη η αγάπη μου, μεχρι τη φορά που..