Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Άρχισε σιγά σιγά να γέρνει ο ήλιος, μα σήμερα κι ο ήλιος έδειχνε κουρασμένος, θαρρείς πως έκανε αγγαρεία και βιαζόταν άρον άρον να τελειώσει την δουλειά του.
Η θάλασσα σήκωνε κύματα, σήμερα κι αυτή είχε αγριέψει και χτυπιόταν θολωμένη.
Μόνο η αμμουδιά ήτανε ήσυχη σήμερα, ανέκφραστη, σχεδόν νεκρή.
Κάτι παιδιά παίζανε ανέμελα κλοτσώντας μια μπάλα, μια ανεμελιά που έμοιαζε με άγνοια κινδύνου και η μπάλα τους κυλούσε πέρα δώθε, σαν την ζωή.
Και κάπου εκεί, μια φιγούρα, που είχε κάτι από την κούραση του ήλιου, λίγη από την αγριάδα της θάλασσας, την νέκρα της αμμουδιάς και τίποτα από τα παιδιά και την μπάλα τους, περπατώντας και τρικλίζοντας αργά και με ένα μπουκάλι γεμάτο με κρασί στο χέρι, έφτασε μετά βίας στα μεγάλα βράχια και κάθισε στην άκρη της παραλίας.
Μια φιγούρα ανδρική, με γένια μακριά, μαλλιά γκρίζα κι απεριποίητα και ρούχα παλιά και λερωμένα.
Οι μαμάδες όταν είδαν την ανδρική φιγούρα, μάζεψαν βιαστηκά τα παιδιά τους, τρομαγμένες από την άγρια κι απόκοσμη εικόνα κι απομακρύνθηκαν.
Ο άντρας, καθισμένος, κάρφωσε το βλέμμα του στην θάλασσα, σχεδόν δεν ανάσαινε κι έπινε γουλιές από το κρασί του.
Σε λίγο ο ήλιος τέλειωσε την δουλειά του, η θάλασσα συνέχισε το βιολί της, η αμμουδιά κι εκείνη σταθερά ανέκφραστη, τα παιδιά μαζεύτηκαν στην ασφάλεια των μαμάδων κι έπεσε το σκοτάδι.
Κι ο άντρας ασάλευτος κι ένα πια με τον βράχο, με ασάλευτο το βλέμμα του, με το χέρι που κρατούσε την γυάλινη μπουκάλα να σαλεύει που και που, κάνοντας την διαδρομή μέχρι τα χείλι του, ξεκίνησε φάλτσα ένα τραγούδι.
“Έχω τόσα βράδια να σε δω και περιμένω, μέσα μου ένα άλογο τυφλό,
αγριεμένο. Μη καπνίζεις τόσο, σ’ αγαπώ και να προσέχεις, μη σε πάρει σύννεφο λευκό και να μη τρέχεις. Πόσο μου λείπεις…”
Ξαφνικά, το τραγούδι του το διέκοψε μια φωνή, ενός νεαρού που πήγε και κάθισε δίπλα στον άντρα.
“Γεια, θες λίγη παρέα;” Τον ρώτησε.
Δεν πήρε απάντηση…
Τώρα κι οι δυο καθόταν ασάλευτοι πάνω στον βράχο, στην άκρη της θάλασσας, κοιτώντας την και δίχως να μιλάνε.
“Πως σε λένε;” ξαναρώτησε ο νεαρός μετά από πολύ ώρα.
“Πρώην Θεό”. Του απάντησε ο ασάλευτος άντρας με το σαλεμένο μυαλό.
Ο νεαρός έβγαλε από το μπουφάν του ένα πακέτο με τσιγάρα, άναψε ένα και πρόσφερε και στον άντρα ένα τσιγάρο και φωτιά.
Πάλι πέρασε αρκετή ώρα δίχως να μιλάνε.
“Γιατί είσαι εδώ;” Επέμενε ο επίμονος μικρός.
“Βλέπεις αυτή την θάλασσα; Στην άλλη άκρη της μικρέ μου, υπάρχει μια νεράιδα κι εγώ κάθε σούρουπο, έρχομαι και κάθομαι όσο πιο κοντά στο νερό κι έτσι νιώθω πως την ζυγώνω”.
“Και γιατί δεν πας να την βρεις;” Τον ρώτησε ο νεαρός, βγάζοντας ακόμη δυο τσιγάρα.
“Δεν πρέπει. Ποιος είμαι εγώ που θα τολμήσω να πάω σε μια νεράιδα, δες με πως είμαι”… Του είπε ο άντρας, σφίγγοντας τις γροθιές του κι ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι του, διέσχισε όλο το πρόσωπο του και στάλαξε πάνω στο βρόμικο παντελόνι του, καθώς έπινε την τελευταία γουλιά από το κρασί του, κι ύστερα σώπασε ξανά.
“Μικρέ, έχεις ένα στυλό;” Ρώτησε ο άντρας, σπάζοντας την ησυχία και κοιτώντας τον νεαρό για πρώτη φορά στα μάτια.
“Έχω πρώην Θεέ, τι θες;”
“Δως τον μου και δώσε μου κι λίγο χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων σου.”
Ο άντρας πήρε το στυλό στα χέρια του κι έγραψε στο κακό – σκισμένο κομμάτι του χαρτιού “Σ ΑΓΑΠΑΩ”, το έβαλε μέσα στο άδειο πια μπουκάλι, πίεσε τον φελλό για να σφραγίσει, σηκώθηκε όρθιος πάνω στον βράχο και πέταξε με όλη του την δύναμη το μπουκάλι στη θάλασσα.
Έβαλε τα δυο του χέρια κοντά στο στόμα του, σχηματίζοντας μεγάφωνο κι άρχισε να φωνάζει κοιτώντας το μπουκάλι που απομακρυνόταν.
“Να πας σε εκείνη. Μ΄ ακούς; Να πας να την βρεις!
Μ΄ ακούς; Να φτάσεις στην ακτή της.
Να σε πάρει στα χέρια της, να σε ανοίξει και να διαβάσει την αλήθεια μου μωρέ.
Αφού δεν μπορώ εγώ, να πας εσύ, μ΄ ακούς γαμώτο;
Να πας σε εκείνη!”
Είπε, κι έπεσε στα γόνατα πάνω στον βράχο, κλαίγοντας σαν μωρό παιδί.