Γράφει ο Γιώργος Χίτζιος.
Επιβάτες στη βάρκα «Αγάπη».
Στύψαμε το εγώ μας, το κάναμε δάκρυ.
Η θάλασσα ατελείωτη, η στεριά χαμένη.
Στον καυτό τον ήλιο, στην τρανή καταιγίδα,
τρώγαμε όνειρα, πίναμε ελπίδα.
Κάπου μπροστά μας είναι! Μας περιμένει!
Τέλεψαν τα όνειρα, τέλεψε κι η ελπίδα.
Στύψε και ξαναστύψε, περίσσεψε το δάκρυ.
Ποτάμι κύλησε, στης βάρκας την άκρη.
Βούλιαξε η «Αγάπη». Στεριά μήτε αυτή είδε, μήτε εγώ είδα.