Γράφει η Ειρήνη Αντωνάκη
Ήρθες στη ζωή μου και την ομόρφυνες ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Ήρθες και με έκανες να πιστέψω στον έρωτα. Κοίτα όμως τι παιχνίδια παίζει η μοίρα, ήσουν και η αιτία να πάψω να πιστεύω σε αυτόν. Νόμιζα πως ήσουν η θάλασσα μου. Μια θάλασσα με γαλήνια νερά που κόντεψα να πνιγώ μέσα της.
Τελικά όμως βγήκα στη στεριά, σηκώθηκα και άρχισα να ανασαίνω ξανά μόλις απομακρύνθηκα από εσένα. Όταν βγήκα από το πάτο που με είχες ρίξει ένιωσα ότι με βρήκα.
Στάθηκα στα πόδια μου και σε πέταξα μακριά. Περπάτησα χωρίς να νιώθω ότι είμαι δεμένη κάπου. Περπατούσα και σε κάθε βήμα ένιωθα την ελευθερία που τόσο καιρό εσύ μου στερούσες. Το χαμόγελο μου φαινόταν πλέον και δεν το κάλυπταν τα τεράστια κύματα που μου προκαλούσες εσύ ο ίδιος.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, ήμουν έτοιμη να πάω να βρω το δικό μου φάρο και να κάτσω μαζί του. Να βρω το φάρο που θα μου χαμογελούσε και θα μου φώτιζε τη ζωή.
Join the discussion