Γράφει η Κωνσταντίνα Σταμπουλή
Πατρίδα δεν έχω μέσα μου, σύνορα δεν γνωρίζω. Είχα βρει μονάχα ένα μέρος, να γαληνεύει το μέσα μου, να μπορώ να σταθώ λίγο παραπάνω, έχοντας την αίσθηση ότι κάπου εκεί ανήκω. Είχα μια σιγουριά μέσα μου, ότι βρήκα έναν τόπο να με χωράει.
Και μετά ήρθες εσύ… Και μαζί σου, το καταφύγιό μου, πήρε κι άλλη αξία. Ξαφνικά, οι τόσο γνώριμες σε μένα εικόνες, είχαν σβηστεί. Τη θέση τους πήραν καινούριες, φτιαγμένες από σένα κι από μένα. Ήταν δικές μας και ήταν οι πιο όμορφες, οι πιο ζωντανές, οι πιο συμβατές με τη μνήμη μου.
Κάπου εκεί, κατάλαβα ότι πατρίδα μου ήταν τα χέρια σου, σπίτι μου ήταν η αγκαλιά σου. Θα μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε υπέρβαση, για να μη σε χάσω. Εσύ όμως, δεν ήθελες την υπέρβασή μου…
Ήμουν απλά η αποτοξίνωσή σου, από την ρουτινιασμένη σου ζωή. Ήμουν το διάλειμμά σου, ενώ εσύ, ήσουν ο κύριος άξονάς μου. Μικρές λεπτομέρειες, που σε κάποιους κοστίζουν πολύ ακριβά. Κοστίζουν τα όνειρα, καρδιά μου, το ένιωσα στο πετσί μου εκείνο το βράδυ, που μύριζα στον αέρα του δωματίου μου τη φυγή σου…
Δύσκολο πράγμα η απώλεια. Λένε, ότι ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Μπούρδες. Η απώλεια δεν έχει γιατρειά. Το μόνο που συμβαίνει σε βάθος χρόνου, είναι να μάθεις να ζεις με αυτήν. Να μάθεις να ζεις με την ιδέα ότι θα περάσει άλλη μια μέρα, που εσύ θα μείνεις μακριά από την πατρίδα σου.
Μακριά από εκείνα τα μάτια, μέσα από τα οποία κέρδιζες το απαραίτητο φως για να δεις…
Πέρασαν χρόνια και όλα τ’ άλλαξα, για να ξεφύγω απ’ τη δική σου απουσία.
Τους τοίχους, τα πατώματα, τις θάλασσες, τα βουνά… Τα ταξίδια, είναι το αφροδισιακό της ζωής. Κι εγώ, γυρίζω τον κόσμο, ως μια απόδειξη ότι ζω και υπάρχω, συμφιλιωμένη πια, με την ιδέα ότι ίσως να μην υπάρξει ξανά για μένα, μια αγκαλιά- πατρίδα.
Κι ανακαλύπτω μέσα από τους νέους προορισμούς, ότι αυτές είναι έννοιες ανύπαρκτες, οριοθετημένες από ανθρώπους, για να μπορέσουν ν’ αποδώσουν έναν περιορισμό, που ο φόβος για το άγνωστο τους δημιουργεί την ανάγκη να έχουν.
Πιάνω το χώμα, βουτάω στη θάλασσα, μυρίζω τα λουλούδια. Περπατώ μέσα στα κάστρα και σκέφτομαι ποιες ιστορίες ξετυλίχθηκαν πίσω από τους ογκόλιθους, ανά τους αιώνες. Βρίσκω κουλτούρες αλλιώτικες, τις επεξεργάζομαι και τις συγκρίνω. Και κάπως έτσι, κερδίζω ζωή και συνειδητοποιώ ότι εσύ τελικά, ήσουν ο μόνος περιορισμός μου, από την ένωσή μου με το όλον.
Μαγευτικός κι ελκυστικός περιορισμός, που σκοπό είχε να με αποσυντονίσει και να με συνεπάρει από τη διαδρομή που είμαι φτιαγμένη ν’ακολουθήσω.
Διαδρομή ατέλειωτη, που σκαλί σκαλί με οδηγεί εκεί που αποφασίστηκε ότι θα φτάσω, όταν μου δόθηκε το χάρισμα της ζωής…
Κι όταν εσύ δεν μ’ακούς, μιλώ στα βουνά και τα δέντρα. Κι όταν εσύ δεν με θυμάσαι, αγναντεύω το πέλαγος και ξεχνώ. Κι είναι πια βέβαιο, ότι για όλους θα είμαι ένας άνθρωπος τρελός, εκτός από κείνους, που κατάφεραν να κοιτάξουν πέρα από το αυτονόητο και να δουν όσα τα μάτια δεν βλέπουν…
Τι να τους κάνω τους υπόλοιπους; Τι να σε κάνω κι εσένα, που κοίταξες τόσο μακριά, μα τόσο φοβήθηκες, που τράβηξες την κουρτίνα. Εμένα δεν με φοβίζει το άγνωστο.
Βουτάω μέσα του και μένω εκεί, μέχρι να το κάνω δικό μου. Κι όταν πετύχω το σκοπό μου, παίρνω το πρώτο αεροπλάνο ή τρένο ή πλοίο ή αυτοκίνητο και φεύγω για όπου…
Κι έτσι ζω, γιατί η ζωή δεν ζει μέσα σε κλουβιά, αυτά είναι μια γλυκιά αυταπάτη, για όσους δεν έμαθαν να τολμούν!
Join the discussion