Γράφει η Αναστασία Κοζίμπα
Γύμνωσα σώμα και ψυχή σε ετούτο το ξεκίνημα.
Δεν ήθελα να κουβαλάω τίποτα από το παρελθόν, μπροστά σου. Όχι, μόνο για εσένα αλλά σα να με γέρασαν τα τόσα όλων. Ξέπλυνα πρόσωπο και σκέψη από την φθορά της επανάληψης να μπορώ να σε πιάσω, να σε φέρω δίπλα μου. Να δω καθαρά. Σκούπισα τα πόδια από τις λάσπες αφού όποια εποχή κι αν ζούσα, έφερνα βροχή. Πήρα τον χρόνο να μη σε λερώσω.
Έπρεπε να με αντέξω, πριν κάνεις την αρχή. Να μπορώ να απαντήσω χωρίς να μιλήσω.
Ένωσα κομμάτια και πληγές. Φόρεσα τα αυθεντικά μου, μη σε ταράξω. Και όσο άλλαζα τόσο πιο έτοιμη γινόμουν για κάτι που θα μείνει. Αβίαστο κούμπωμα να φέρνει γιορτή στην κάθε μέρα. Σαν την πρώτη επαφή. Το πρώτο άγγιγμα. Το πρώτο βλέμμα.
Βαθιές ανάσες που ξεκινούσαν από τα χρόνια εκείνα μέχρι τώρα.
Να έχω αναπνοή για δυό, να σε κρατήσω. Να έχω κάτι να πω όταν με ρωτήσεις. Να ΄χω στα χέρια ησυχία ,να σου δώσω . Να μη δεις καμία ανώριμη πλευρά μου. Με μεγάλωνα σε εικόνες να μη θυμίζει τίποτα από παιδί. Να ταιριάξω με σένα που περίμενα. Να μην κουραστείς και κουράσεις. Ήρεμος πανικός και αυτό το δεδομένο πάθος της σύνδεσης, που το ζητάς. Και μία λέξη που δε σε φοβίζει πια. Δεδομένο. Τι κρίμα για αυτούς που δε το νιώσανε.
Άφησα το βάρος όσων χρόνια με τα χρόνια δέσανε επάνω μου. Αντίβαρο στην ανασφάλεια, νόμιζα ισορροπώ. Παραπατούσα στάσιμη.
Κι όσο σε έφερνα κοντά μου, τόσο άξιζε η αναμονή. Κοίταξα εμένα σε εσένα με σταθερότητα. Δυο εαυτοί σε έναν. Δύο άνθρωποι σε έναν.
Είπα ευχαριστώ σε όσους φύγανε, τους το χρωστώ.
Άλλαξαν τα χρώματα, την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου · πρόσφερες.
Κοίταξα ξανά και ξανά στον καθρέφτη, με απορία.
Πού υπήρχες;
Πόσο μου μοιάζεις;
Πόσες ανάγκες μου γεννάς για να υπάρχω.
Τώρα πια, ξέρω πως αν χρειαζότανε αυτή η ταλαιπωρία των χρόνων για να φανείς, την ίδια διαδρομή θα ακολουθούσα για να σε έχω!