Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου
Δεν θα μάθεις ποτέ, πόσα βράδια έμεινα στο διπλό μας κρεβάτι ξαπλωμένη στη δική σου πλευρά, προσπαθώντας να βρω κάπου την μυρωδιά σου, αυτή τη μυρωδιά που χρόνια κρατούσα πάνω μου, τόσα χρόνια που είχε ποτίσει και το δικό μου δέρμα.
Δεν θα μάθεις ποτέ, πόσα βράδια πέρασα αγκαλιά με τη σκέψη σου, κρατώντας στα χέρια μου φωτογραφίες με λαμπερά χαμόγελα κι ερωτευμένα μάτια, κρατώντας στα δάχτυλά μου εκείνον τον μαύρο αναπτήρα που ξέχασες φεύγοντας.
Δεν θα μάθεις πως ακόμη θυμάμαι, πως ακόμη πονάω, πως ακόμη σχηματίζω τον αριθμό σου. Δεν θα το μάθεις ποτέ, γιατί κλήση δεν πάτησα ποτέ. Δεν πάτησα ποτέ, γιατί ακόμη θυμάμαι, ακόμη πονάω, ακόμη είναι νωπές οι μνήμες στην καρδιά μου…
Ακόμη παίζουν στο μυαλό μου όλα τα “για πάντα” και “τα ποτέ” σου, που δεν έγιναν πράξη. Ακόμη παίζουν σαν ταινία στο μυαλό μου όλες εκείνες οι στιγμές που ήξερα πως μου έλεγες ψέματα κι όμως με κοιτούσες στα μάτια. Ακόμη παίζουν σαν ταινία στο μυαλό μου, όλες εκείνες οι αγκαλιές που μύριζαν ξένο άρωμα και έκαναν τα πόδια μου να κόβονται…
Δεν μετάνιωσα που σου ζήτησα να φύγεις. Δεν μετάνιωσα που αποφάσισα να κομματιάσω την καρδιά μου και να δώσω λόγο μόνο στη λογική μου. Δεν μετάνιωσα που προτίμησα να πεθαίνω μόνη. Και στο πλάι σου πέθαινα…
Δεν θα μάθεις ποτέ πώς νιώθω, γιατί ακόμη θυμάμαι. Δεν θα μάθεις ποτέ, γιατί και πάλι δεν πάτησα κλήση, πάλι πήρα απλά το μηδέν. Τι διαφορά έχει εξάλλου; Μηδενικά και τα δυο…