Γράφει ο Γιώργος Καραγεώργος
Δεν θα σε ευχηθώ ούτε στον χειρότερο μου εχθρό αγάπη μου…
Ήσουνα το χειρότερο είδος δίποδου που βρέθηκε μπροστά μου, με διαφορά μεγάλη από όλα τα άλλα!
Ήσουνα το πιο μεγάλο λάθος μου, το πιο άσχημο κι επώδυνο μάθημα μου κι ο πιο σημαντικός λόγος για να ντρέπομαι για ότι έχω κάνει.
Ήσουνα η πιο μεγάλη μαλακία της ζωής μου κι η πιο μεγάλη μούντζα μου.
Μα δεν σε κατηγορώ, δεν φταις εσύ για αυτό που είσαι, ούτε και για όσα μου προκάλεσες, εγώ είμαι ο ανόητος κι εγώ στο επέτρεψα.
Πίστεψα πως είχα να κάνω με άνθρωπο κι ούτε που πρόσεξα την σατανική ουρά σου που έσερνες από πίσω σου.
Πίστεψα πως τα λόγια σου τα εννοούσες κι ούτε που “άκουγα” τις πράξεις σου, που άλλα μου έλεγαν.
Πίστεψα τα απανωτά συγνώμη σου και δεν μύρισα την σαπίλα που έκρυβαν από πίσω τους.
Όχι σου λέω, δεν φταις εσύ!
Φταίω εγώ, που ενώ σε έβλεπα να ξεπουλάς τον πρώην σου, εγώ νόμισα πως θα είμαι η εξαίρεση.
Φταίω που σε άκουγα να μου μιλάς για συμφέρων κι εκμετάλλευση στους άλλους, κι εγώ νόμιζα πως έμενα θα με αφήσεις αλώβητο.
Φταίω που με έκανες συνένοχο σε εγκλήματα και σε πουστιές σου κι εγώ σε σιγοντάριζα.
Φταίω ο ηλίθιος, που δίχως ντροπή απατούσες κάποιον άλλον μαζί μου κι εγώ σε έλεγα πιστή και ντόμπρα, κι εγώ ο ηλίθιος κατηγορούσα αυτόν κι όχι εσένα.
Δεν φταις εσύ αγάπη μου, εσύ αυτό ήσουνα πάντα!
Εγώ κοιμόμουνα με φίδι και το έβλεπα αθώο περιστέρι, γιατί δεν ήθελα να το παραδεχτώ ή ερμήνευες τον ρόλο σου τόσο πολύ καλά που τα κατάφερες.
Εγώ αγκάλιαζα έναν λύκο, που είχε ντυθεί γιαγιά για να με εξαπατήσει, ακριβώς όπως έγινε και στο γνωστό σε όλους παραμύθι.
Εγώ σε άφηνα να μου τσαλαπατάς τον εγωισμό, εγώ επέτρεπα να παίζεις παιχνίδια πίσω από την πλάτη μου κι εγώ από μόνος μου ανεχόμουνα τα σούρτα φέρτα και τις κωλοτούμπες σου.
Ξέρεις όμως τι με παρηγορεί;
Με παρηγορεί που εγώ έστω κι αργά κατάλαβα τι είσαι, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους, που ακόμη τους δουλεύεις. Με παρηγορεί που άργησα, μα γλίτωσα από εσένα κι ο άλλος ο καημένος σε τρώει ακόμη στην μάπα του. Με γεμίζει με παρηγοριά που εγώ κατάφερα κάτι να περισώσω, ο άλλος ο χαζός, ακόμη καταστρέφεται μαζί σου.
Για μένα είναι ξεκάθαρο πια, εσύ ήσουνα το χειρότερο είδος δίποδου που βρέθηκε μπροστά μου, με διαφορά από όλα τα άλλα κι εγώ ήμουνα ένας μαλάκας αγάπη μου.
Όμως, εσύ παρέμεινες το ίδιο δίποδο ακριβώς, κι εγώ δεν έμεινα για πάντοτε στον ρόλο του μαλάκα.
Εσύ δεν άλλαξες σε τίποτα, κι εγώ επιτέλους ξύπνησα.
Εσύ δεν παίρνεις γιατρειά, κι εγώ ευτυχώς γιατρεύτηκα.
Δεν θα σε ευχηθώ ούτε στον χειρότερο μου εχθρό απάτη μου.
Εσύ πάντοτε ένα επιδέξια καμουφλαρισμένο ερπετό ήσουνα κι αυτό θα παραμείνεις. Κρίμα ο άλλος, κρίμα ο καημένος που ακόμη το τρώει αμάσητο το παραμύθι σου, που φυλάει στον κόρφο τους ένα φίδι και δεν το ξέρει, μέχρι να του την ξανά κάνεις! Γιατί είναι δεδομένο ότι θα του την ξανά κάνεις, μα ευτυχώς, την επόμενη φορά δεν θα συμβεί μαζί μου…