Γράφει ο Μάνος Σαμοθρακής – Τριστάνος
Και εκεί που είσαι πιο ήρεμη και έχεις αρχίσει να βρίσκεις τις ισορροπίες σου, έρχεται ένα μήνυμα από ένα πρόσωπο, που ενώ κάποτε κάθε μήνυμα του ήταν πηγή χαράς, τώρα φαντάζει σαν ένα ταξίδι στην κόλαση.
Κοιτάζεις καλά – καλά για να βεβαιωθείς ότι τα μάτια σου βλέπουν σωστά. Πάει τόσος καιρός που είχε να σου γράψει.
«Τι κάνεις; Πώς είσαι; Πού βρίσκεσαι;»
Που βρίσκομαι; Εκεί που με έβαλες ρε. Στον αστερισμό της λύπης και του πόνου. Στον απαίσιο κόσμο της προδοσίας, της απόρριψης και του ψέματος.
Αυτό θες να πεις, όμως κρατιέσαι, για να δεις που θα το πάει. Μέσα σου όλα χοροπηδάνε σε έναν τρελό χορό και συναισθήματα ξεπετάγονται από παντού.
«Καλά είμαι. Εσύ όλα καλά;» γράφεις, προσπαθώντας να μην τρέμει το χέρι σου.
«Καλά μωρέ, όπως τα ξέρεις. Με τα πάνω μου και τα κάτω μου. Μου έλειψες να ξέρεις, πολύ!»
Σου έλειψα; Από πού σου έλειψα; Από εκεί που με πέταξες, διότι δεν σου άρεσαν οι δεσμεύσεις; Από τις 3 φορές του μήνα, που ήταν η υπηρεσία μου; Μόνο τόσες βλέπεις μπορούσες να μου διαθέσεις. Και έπρεπε να χαίρομαι, που μου έκανες αυτήν την τιμή! Αντ’αυτού είπες – ενώ μέσα σου οι σειρήνες άρχισαν να ουρλιάζουν.
«Εμένα πάλι καθόλου. Άλλωστε και που σε είχα, ποτέ δεν ήσουν δίπλα μου».
«Έλα τώρα, τα παραλές. Όμορφα περνούσαμε, είχαμε και τις φοβερές στιγμές μας».
«Ναι τις είχαμε, μόνο που τις είχες και με άλλες και έπρεπε να περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου».
Παύση….Μετά από λίγο οι τελίτσες χορεύουν και μπαίνουν στο ψητό.
«Έλα μωρέ, ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά, είναι παρελθόν. Αφού σε θέλω και με θέλεις. Πες το “ναι” και σε μισή ώρα θα είμαστε αγκαλίτσα!»
Τα ουρλιαχτά τώρα τρυπάνε τον εγκέφαλο σου. Οι ορμόνες σου χορεύουν και το σώμα σου πονάει από την έλλειψη του. Και μόνο στην ιδέα ότι θα σε ακουμπήσει ξανά, τρελαίνεσαι από πόθο.
Το δάχτυλό σου πάει να γράψει το πολυπόθητο “ναι”, όμως την τελευταία στιγμή, το άλλο χέρι προσγειώνει ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο σου και σε φέρνει στην πραγματικότητα.
Να πας στα τσακίδια ρε. Δε σε θέλω πλέον στη ζωή μου. Δεν θα σου δώσω την επιβεβαίωση που χρειάζεσαι. Δεν έχω ανάγκη τα βρώμικα χέρια σου και τα ψεύτικα χαμόγελα σου, σκέφτεσαι δυνατά.
Τέτοιοι άνθρωποι πρέπει να ξεκουμπίζονται από τη ζωή μας, διότι σε θυμούνται μόνο όταν δεν υπάρχει διαθεσιμότητα από αλλού.
Ζούνε μονάχα για την ποικιλία και τα τρόπαια που βάζουν στον τοίχο τους. Γεμίζουν το “εγώ” τους, από την δική σου ψυχή, από το δικό σου χαμόγελο και τα στερούν από σένα.
Κλέβουν την ανάσα σου και σε βυθίζουν στο βυθό της ανυπαρξίας. Δεν έρχονται για να δώσουν, αλλά μόνο για να πάρουν, εξαντλώντας όλα σου τα αποθέματα, για να χορτάσουν τον άρρωστο εγωισμό τους.
Όμως όχι πια, το κορόιδο δεν είναι πλέον εδώ. Έχει προχωρήσει παρακάτω και η πόρτα είναι ανοιχτή, για την πραγματική αγάπη που θα την χτυπήσει.
Δεν γράφεις τίποτα λοιπόν. Καμία απάντηση, καμία δικαιολογία, κανένα παράπονο.
Κοιτάς το κινητό, χαμογελάς και μια κραυγή αβίαστα γεμίζει το χώρο σου, κάνοντας σε να νιώσεις μια τεράστια ανακούφιση.
«Βρε άι στο διάολο από δω, παράσιτο!»
Και νιώθεις τόσο, μα τόσο ικανοποιημένη.