Γράφει η Βίλλυ Ζ.
Ένας καφές που έχει κρυώσει και ένα τσιγάρο που σιγοκαίει σε ένα καινούριο μαύρο τασάκι.
Καθαρίζεις ένα σπίτι και μια ζωή- καταφύγιο, μια αφετηρία για το επόμενο βήμα. Δεν ξέρεις ποιό είναι, τί θα φέρει το αύριο: όλα και τίποτα -πάντα με κατηγορούσες γι` αυτό. Κανείς δε σου εξασφαλίζει το «για πάντα», οι «πριγκίπισσες κοιμήθηκαν», τα «παραμύθια είναι για λίγους» και ευχαριστώ που μου το μαθες αυτό, ειλικρινά κι ας ήταν με τον πιο σκληρό τρόπο.
Ξέρεις τί κάνω σήμερα; Συνηδειτοποιώ από πόσα «τη γλίτωσα φθηνά», ακόμα κι από την ίδια μου τη ζωή που κάποτε αλλιώς τα ορμήνευε..και το ένιωθα γιατί η πλήξη ήταν μεγάλη…μια πλήξη -θυσία σε μια «πλασματική συντροφικότητα» που τότε δεν είχες ιδέα τί σημαίνει, πώς χτίζεται και πού βασίζεται. Ή μήπως είχες..; Δεν ξέρω.
Κι εγώ που αναζητούσα την « άλωση», τώρα ξεπλένω κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, και καθαρίζω σχεδόν εμμονικά κάθε γωνία για να φύγει το ψέμα και η υποκρισία.
Στο μυαλό χιλιάδες σκέψεις που κρύβονταν στο αλκοόλ ,στα ηρεμιστικά, στα ατέλειωτα πάρτυ και στις ανούσιες συναναστροφές που πλέον δε χαραμίζω δευτερόπλεπτο από το χρόνο μου.
Καλύτερα με τον Σοπενχάουερ και ατέλειωτες βόλτες στο Σαν Μαρκο χωρίς παράπονα για την κούραση, για το φαγητό που αργεί,για την αναντιστοιχία τιμής-ποιότητας και υπηρεσίας. Μακριά από μια μιζέρια που δεν αφήνει να ρουφήξεις τη ζωή, να μαζέψεις ήλιο, να γεμίσεις εικόνες χωρίς αιχμηρές αναμνήσεις μιας μόνιμης γκρίνιας. Μιας ζωής γεμάτη μουσική-από όλα τα είδη- ακόμα και τον Preisner που πάντα θεωρούσες δήθεν.
Ένα αληθινό καλοκαίρι, με ξεγνοιασιά και ξεκούραση, ένα καλοκαίρι με χαρά-διακοπές! Πόσα χρόνια είχα να κάνω διακοπές…
Θυμάμαι εκείνη την ερώτηση, που ακόμα γυρνάει στο μυαλό μου: «Δεν αντέχεις μακριά μου; Σκέψου αν αντέχεις δίπλα μου…» Όχι…ένα δυνατό- κραυγαλέο- βροντερό όχι.
Δεν άντεχα, δεν αντέχω, δε θα ξανάντεχα για μια άστοχη «συντροφικότητα», να χαμε να λέγαμε.
Γιατί τόσος θυμός θα αναρωτιέσαι; Γιατί;… αφού τόσο τεχνηέντως μας αποδέσμευσες…Γιατί καταλαβαίνω πόσο μου λειψε αυτό που νόμιζα οτι είχα βρει, αυτό που κάθε μέρα με έπειθες χειριστικά και με επιμονή οτι είχα, κι ας αμφέβαλα, κι ας ήξερα πάντα οτι κάτι δεν πάει καλά εδώ. Όμως ο θυμός γιγαντώνεται οταν συνειδητοποιώ οτι εσύ το ήξερες…πάντα ήξερες. Κι εδώ χωράει το «για πάντα» σου.
Εγώ πάλι, δεν είχα «προπονηθεί» στον πόνο, αν και άλογο κούρσας. Και είμαι σίγουρη οτι υπάρχει κι άλλος, αλλά είμαι επίσης σίγουρη οτι δεν θέλω να τον μάθω, και θα είμαι ευγνώμων να μείνει εκεί. Αρκεί.
Τέλειωσε εκεί που το αλκοόλ γίνεται διασκέδαση με φίλους-μόνο φίλους, καλούς φίλους-ανθρώπους που αγαπούν γιατί έχουν δει το μέσα σου -κάτι που όσο κι αν νομίζεις δεν είδες ποτέ. Φίλους που γελάνε με τα αστεία σου, που δεν θέλουν να κρίνουν-δε σκέφτονται καν το «κους κους» της επόμενης μέρας για να χαζοπαραζέψουν για τα ρούχα σου, το μακιγιάζ σου, σαν τις κοκότες, φίλους που καταλαβαίνουν τί θα πει σιωπή, που νιώθουν τί σημαίνει τέχνη, για κάποιους που δεν πα να τους λένε «ελιτιστές», «αστούς», «εναλλακτικούς» whatever δεν τους νοιάζει γιατί είναι ακομπλεξάριστοι. Και φαντάσου οτι το πίστευα όταν έλεγες οτι στους ανθρώπους δε χωράνε ταμπέλες κι ας ήσουν ο πρώτος που τις έβαζες…μάλλον μόνο όπου σε βόλευε.
Κλείνω με ένα απλό «καλή καρδιά», για τα δώρα μου που δεχόσουν μέχρι τελευταία στιγμή, για τα κροκοδείλια κλάματα, για τις μεθοδεύσεις και την κάθε προσπάθεια να μοιράσεις την ευθύνη: Κάποιες ευθύνες δε μοιράζονται. Well played dear_Καλή ζωή…
Join the discussion