Γράφει ο Μόντε Κρίστο
Έφυγες και άφησες πίσω σου μόνο συντρίμμια. Μια καταστροφή που όμοιά της δεν είχα γνωρίσει ξανά. Προσπαθώντας να μαζέψω τα κομμάτια μου και θέλοντας να ξεφορτωθώ όλα όσα σε θυμίζουν, έπιασα τον εαυτό μου να κοντοστέκεται και να αναρωτιέται, γιατί πίστεψα τόσο πολύ σε σένα;
Ίσως ήταν όλο αυτό που ζήσαμε. Στιγμές σαν όνειρο. Από την αρχή μέχρι το τέλος. Γιατί όλη μας η πορεία ήταν στιγμές.
Στιγμές που διψούσαμε να ζήσουμε. Στιγμές που μας στέρησε η ζωή και ξαφνικά είδαμε να μας τις ανταποδίδει.
Όμορφες στιγμές. Μαγικές.
Θέλαμε να ζήσουμε πράγματα που μέχρι τότε απλά τα ακούγαμε και είχαμε σταματήσει να τα πιστεύουμε. Μπορεί και να τα αναζητούσαμε υποσυνείδητα, δεν ξέρω.
Κεραυνοβόλος έρωτας, αμοιβαίο ενδιαφέρον, ανιδιοτελής αγάπη, μια ζεστασιά, μια δύναμη που έδινε ο ένας στον άλλον, διακοπές με τον άνθρωπο που αγαπούσαμε, παθιασμένος έρωτας με φαντασία.
Και όσο πέρναγε ο καιρός δενόμασταν. Όλο και περισσότερο. Και δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή υπόνοια ότι κάτι θα μπορούσε να πάει στραβά.
Ναι ήταν αμοιβαίο. Κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί αυτό. Και όποιος τολμήσει θα πει ψέματα. Όποιος μας γνώριζε καταλάβαινε. Το έβλεπε στα μάτια μας. Ο ένας για τον άλλον.
Είχαμε πει τότε ότι ζωή χωρίς εσένα δεν υπάρχει. Το θυμάσαι;
Και εγώ, ταλαιπωρημένος από την μέχρι τότε ζωή μου, από κούφιους έρωτες και ψεύτικες αγάπες, χωρίς να έχω γνωρίσει αγάπη πραγματική και έρωτα, πίστεψα σε σένα. Ήταν όλα τόσο αληθινά.
Πίστεψα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ. Πως η μοίρα μας ένωσε για κάποιο λόγο. Πως όλο αυτό ήρθε να μας λυτρώσει από όλα όσα είχαμε περάσει στη ζωή μας μέχρι τότε. Και δεν ήτανε και λίγα ούτε εύκολα.
Πίστεψα στην αγάπη σου, στα λόγια σου, στις πράξεις σου, στο βλέμμα σου και στο μοναδικό σου χαμόγελο που μου ορκιζόσουν ότι ήταν μόνο δικό μου και εγώ ήμουν ο μόνος υπαίτιος για αυτό.
Πίστεψα πως σε έκανα ευτυχισμένη, πως όλη η ένταση της αγάπης και το πάθος του έρωτα ήρθε εδώ για να μείνει. Αυτό αποζητούσαμε άλλωστε και οι δύο.
Αρκετά έμπειρος από τη ζωή και τις ανατροπές της, διορατικός όσο δεν πάει και μαθημένος στα δύσκολα μέχρι να σε γνωρίσω, δεν είδα την καταστροφή να έρχεται.
Και μια μέρα όλα γκρεμίστηκαν. Σαν να ήταν άλλη μια ρηχή εμπειρία. Σαν να έχασαν όλα όσα πίστευα μέχρι τότε το νόημα τους. Να βρίσκομαι τώρα καθισμένος σε ένα άδειο σπίτι και να αναρωτιέμαι: γιατί πίστεψα τόσο πολύ σε σένα.
Θα σου πω όμως εγώ τελικά κούκλα μου γιατί πίστεψα σε σένα: Γιατί το είχα ανάγκη να πιστέψω!
Με βρήκες διαλυμένο, απογοητευμένο, πιεσμένο από όλα όσα είχα περάσει και μου τα έδωσες όλα απλόχερα. Σαν παραμύθι. Σαν όνειρο. Όπως ο διψασμένος στην έρημο που του δίνεις νερό. Με έκανες να πιστέψω σε σένα χωρίς δεύτερη σκέψη βλέποντας όλα αυτά που ζούσαμε κάθε μέρα.
Ναι είχα ανάγκη να πιστέψω και το έκανα. Και αποδείχτηκε στο τέλος ότι εσύ το εκμεταλλεύτηκες. Γιατί χωρίς να το καταλάβω άρχισες να ζητάς και με τον καιρό ζητούσες και περισσότερα.
Και δεν ήταν ότι δεν είχα να στα δώσω. Στα έδινα άλλωστε από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. Χωρίς ερωτήσεις, χωρίς δεύτερη σκέψη. Παραδομένος στο μεθύσι του ονείρου και της ευτυχίας που γνώρισα κοντά σου.
Εγώ όμως δεν ζήτησα ποτέ τίποτα κούκλα μου. Μου έφτανε αυτό που είχαμε. Γκρέμισα όλα τα άλλα γύρω μου, όλα όσα είχα φτιάξει μέχρι τότε, και έφτιαξα έναν κόσμο μόνο για εμάς. Το ακούς; ΜΟΝΟ για εμάς. Αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτό το ξέρεις ήδη.
Και όταν τελικά τα πήρες όλα, ένα πρωί έφυγες. Σαν την κλέφτρα, μέσα στη νύχτα γρήγορα. Με ένα ξερό τηλεφώνημα. Δεν μπήκες καν στον κόπο να με αντικρύσεις, να μου το πεις κατάμουτρα. Το χειρότερο όμως είναι ότι τα πήρες όλα. Όλα! Δεν άφησες τίποτα!
Και παρόλα όσα λέω μέσα μου μέρα με τη μέρα, όσα γράφω στο μυαλό ή στο χαρτί, όσα προσπαθώ να εξηγήσω χωρίς αποτέλεσμα και βλέποντας τα ερείπια που άφησες πίσω σου διαλύοντας τον κόσμο μας, βρίσκομαι τώρα εδώ με ένα μεγάλο γιατί να αναρωτιέμαι, αλήθεια, γιατί πίστεψα τόσο πολύ σε σένα;