Γράφει η Πράξια Αρέστη
Δεν ξέρω πού βρίσκω ακόμη τη δύναμη να σ’ αγαπώ.
Με ένα κορμί διψασμένο για έρωτα που επιβιώνει με τα ψίχουλα που του πετάς.
Με ένα μυαλό παγιδευμένο μεταξύ του ονείρου και της πραγματικότητας, μεταξύ του έρωτα και της μοναξιάς, δεν ξέρω πως έχω τη δύναμη να σε θέλω ακόμα.
Είσαι φυλακή κι ελευθερία μαζί!
Είσαι έρωτας και μοναξιά μαζί!
Είσαι όνειρο και εφιάλτης μαζί!
Είσαι ο άνθρωπός μου και δεν είσαι!
Και κανένας δρόμος δεν οδηγεί στην ευτυχία.
Ή θα ζήσω ξεχνώντας ότι υπάρχεις ή θα ζήσω περιμένοντας αυτό το λίγο.
Και τα δύο είναι ένα βάρος ασήκωτο. Και στα δύο λυγίζω και στα δύο υποφέρω.
Και τα δύο τα δοκίμασα και επέλεξα το δεύτερο. Κι αφού το επέλεξα σιώπησα για πάντα. Να μην ακούς τον πόνο μου. Να έρχεσαι όποτε θες, για όσο λίγο θες.
Γιατί αυτές οι μικρές στιγμές μαζί σου, τα λόγια σου, η προσπάθειά, η γλυκάδα, η υπομονή σου είναι τελικά που μου δίνουν τη δύναμη να αντέχω.
Θέλω να ξέρεις ότι προσπαθώ να ζω χωρίς εσένα όπως κι εσύ. Μα δεν υπάρχει κανείς σαν εσένα κι αυτό το μεγάλο κενό θα μείνει για πάντα ανοιχτό όταν δεν θα ξαναρθείς.
Δεν θέλω να ξέρεις πόσο θέλω να έρχεσαι πιο συχνά γιατί δεν έχει καμία σημασία αν πρέπει συνέχεια να το ζητήσω. Γιατί έτσι κι αλλιώς θα έρθεις μόνο όταν θέλεις.
Θέλεις και δεν θέλεις τόσο τελικά…
Κι έχω παγιδευτεί. Γιατί αν το ήθελες πολύ θα ήμουν πιο ευτυχισμένη, θα είχα κάτι να περιμένω, θα το ζούσα πιο πολύ.
Κι αν δεν το ήθελες καθόλου θα ήταν πιο εύκολο να σε αφήσω και να προχωρήσω γιατί έτσι κι αλλιώς δε θα υπήρχε τίποτα για μένα πια για να μείνω.
Δεν σου λέω ότι η ευτυχία μου είναι ολοκληρωτικά στα χέρια σου. Δε θα σου έδινα ποτέ αυτό το βάρος να το σηκώσεις. Η ευτυχία μας, όμως, αυτή που νιώθουμε μαζί, αυτή, εξαρτάται μόνο από σένα και δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω ή να πω για να σε φέρω πιο κοντά.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βρίσκω τη δύναμη να σε συγχωρώ που αφήνεις τη ζωή να περνάει χωρίς εμάς και να σε περιμένω χωρίς να σε περιμένω…