Γράφει ο Ηλίας Μαυρόπουλος
Πέρασαν μέρες και δεν άντεχα άλλο κλεισμένος σπίτι χωρίς εσένα και έτσι βγήκα σήμερα με σκοπό να σε συναντήσω.
Περπατούσα στους δρόμους τις πόλης ψάχνοντας για ένα σου βλέμμα μα εσύ πουθενά.
Μετά από ώρες έκατσα σε ένα παγκάκι αδειανό με έναν καφέ και τσιγάρο για να μαζέψω κουράγιο.
Είχα σκοπό σήμερα θα σε έβλεπα ακόμα και αν οι πιθανότητες ήταν κατά.
Κουράστηκα όμως και πήρα τον δρόμο του γυρισμού.
Άναψα ένα τελευταίο τσιγάρο, έσκυψα κεφάλι, και γεμάτος απογοήτευση ξεκίνησα για το σπίτι. Το σπίτι μας θυμάσαι;
Στο παλιό πλακόστρωτο λίγα μέτρα πριν από το σπίτι σε βλέπω.
Δεν σταματάω σε χαιρετάω, το ίδιο και εσύ.
Χαιρετήθηκαν δυο ζωντανοί νεκροί, γιατί αυτό είμαστε.
Είμαστε δυο άνθρωποι που έδωσαν μια κλωτσιά στον έρωτα και τον ρημάξανε.
Είμαστε τελικά δυο ακόμα άνθρωποι που δεν τόλμησαν, δεν ρίσκαραν γιατί φοβήθηκαν.
Μην με ρωτάς γιατί πίνω.
Δεν σε ρωτάω γιατί με μίσησες.
Είχα τόσα πολλά να σου δώσω και πλέον δεν ξέρω τη να τα κάνω.
Μην με ρωτάς γιατί πίνω.
Δηλώνω ακόμα ερωτευμένος και δεν σε ξεχνώ.
Μου λείπεις ακόμα.