Γράφει η Ελένη Σάββα.
Και τελικά, ξέρεις κάτι; Δεν σου άξιζε ούτε το “αντίο”. Δεν σου άξιζε ούτε μία λέξη μου.
Ξέρεις γιατί; Γιατί είπες μεγάλα λόγια. Γιατί με κοίταζες στα μάτια, μα έλεγες ψέματα.
Γι’αυτό.
Δεν ξέρω αν έχεις κοιτάξει ποτέ τον εαυτό σου κατάματα. Κάνε το, θα δεις πολλά. Θα έρθεις, ελπίζω, αντιμέτωπος με την αλήθεια σου. Δεν ξέρω αν θα μετανιώσεις για όσα είπες, ή για όσα (δεν) έκανες. Ξέρω μονάχα πως θα δεις την αλήθεια κι ας μην την παραδεχτείς μετά.
Ούτε μια λέξη, ούτε το αντίο δεν έπρεπε να ξεστομίσω. Ήμουν όμως βλέπεις, τυφλωμένη. Από λόγια, από πράξεις, ποιος ξέρει; Το “αντίο” μου, ούτε που σε άγγιξε. Έπεσε κάτω, χωρίς καν να το κοιτάξεις. Δεν το πάτησες, δεν το περιφρόνησες. Το αγνόησες.
Τι νόημα έχουν οι λέξεις και τα συναισθήματα όταν δεν τα εννοείς; Όταν δεν τα νιώθεις, όταν δεν σε καίνε, όταν δεν πλημμυρίζουν την ψυχή σου; Κανένα.
Εκείνη τη μέρα εγώ ήμουν γεμάτη συναισθήματα. Το έβλεπα το τέλος, το ήξερα, το ένιωθα. Κι όμως, ήθελα να πω ένα “αντίο”. Το “αντίο” μου.
Δεν ρώτησα αν ήθελες να το ακούσεις, γιατί βλέπεις, το συναίσθημα υπερίσχυσε. Δεν σκέφτηκα ούτε για μια στιγμή να γυρίσω την πλάτη και να φύγω, ενώ ήξερα πως ζούσα ένα ψέμα.
Θέλω, βλέπεις, να κοιτάω πάντα το καλό στους ανθρώπους. Να δίνω δύο, τρεις, εκατό ευκαιρίες! Δεν ξέρεις, λέω, πότε μπορεί να αλλάξει ο άλλος. Όλοι αλλάζουμε και γινόμαστε καλύτεροι, όταν το θέλουμε.
Κι όμως. Κι όμως, έπρεπε να γυρίσω την πλάτη. Έπρεπε να φύγω χωρίς “αντίο”, χωρίς λέξεις, χωρίς βλέμματα, χωρίς χαμόγελα. Έπρεπε. Ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω. Ελπίζω να ξέφυγες από το ψέμα σου. Ελπίζω να βρήκες κάπου μια αλήθεια κρυμμένη και να την έκανες δική σου. Ελπίζω.
Όπως και νά‘χει, το δικό μου αντίο, δεν σου άξιζε. Ίσως να βρήκες άλλα, ποιος ξέρει; Ίσως κάπου μια αλήθεια σου να υπάρχει πραγματικά. Ίσως.